Dictionary

σύ Συάγγελα Συάγρας συάγρειος συαγρεσία συαγρευτής συαγριόμορφος συάγριος συαγρίς σύαγρος Σύαγρος συαγρώδης σύαγχος συαγών σύαινα Συαίτας συάκιν Συάνα συανία σύαξ σῦαξ σύαρον σύαρτον συάς Συβακίς συβαλής συβάλλας σύβαξ Συβάρειος συβαριασμός συβαρίζω Συβαρίζω σύβαρις Σύβαρις συβαρισμός Συβαρίτης Συβαριτικός Συβαρῖτις συβαρνίς Συβαροκλῆς σύβας συβαύβαλος σύββολον συβήνη συβίνη Συβλιαγους συβόσιον Σύβοτα Συβότας συβότης σύβρα συβριάζω συβριακός συβριασμός Σύβριτα συβροί Σύβων συβωτέω συβώτης συβωτικός συβώτρια συγγάλακτος συγγαλακτοτροφέω συγγαληνιάω σύγγαμβροι σύγγαμβρος συγγαμέτης συγγαμέω συγγαμία συγγάμος σύγγαμος συγγανύσκομαι συγγείτνιος συγγείτων συγγελάω συγγενεαλογέω συγγένεια Συγγένεια συγγένειος συγγενέτειρα συγγενέτης συγγενέτις συγγενεύς συγγένημα συγγενής συγγένησις συγγενήτωρ συγγενικός συγγενικῶς συγγενίς συγγεννάω συγγέννημα συγγεννήτωρ συγγενοκτόνος συγγενῶς συγγεοῦχος συγγέρων συγγεύομαι συγγεωργέω συγγεωργός συγγέωργος συγγηθέω συγγηράσκω συγγηράω σύγγηρος συγγίγνομαι συγγιγνώσκω συγγίνομαι συγγινώσκω συγγλοιόομαι σύγγνοια συγγνώμη συγγνωμονέω συγγνωμονητέον συγγνωμονικός συγγνωμονικῶς Σύγγνωμος συγγνωμοσύνη συγγνώμων συγγνωρίζω σύγγνωσις συγγνωστέα συγγνωστέος συγγνωστός συγγογγυλίζω συγγογγύλλω συγγομφόω συγγονεύς συγγονή σύγγονος σύγγραμμα συγγραμματεύς συγγραμματεύω συγγραμμάτιον συγγραμματοφύλαξ συγγραπτέον συγγραφεύς συγγραφή Συγγράφη συγγραφία συγγραφικός συγγραφικῶς συγγράφιον συγγραφοδιαθήκη σύγγραφος Σύγγραφος συγγραφοφύλαξ συγγράφω σύγγροφος συγγυμνάζω συγγυμνασία συγγυμναστής συγγυμνόομαι συγγυναικονόμος συγγώνιον σύγε συγκαθαγίζω συγκαθαιρέω συγκαθαίρω συγκαθαρεύω συγκαθαρμόζω συγκάθεδρος συγκαθέζομαι συγκαθείμαρμαι συγκαθείργνυμι συγκαθείργω συγκαθελκύω συγκαθέλκω συγκάθεσις συγκαθεύδησις συγκαθεύδω συγκαθέψω συγκάθημαι συγκαθιδρύω συγκαθιερόω συγκαθίζω συγκαθίημι συγκαθίστημι συγκαθοράω συγκαθορμίζομαι συγκαθορμίζω συγκαθοσιόω συγκαθυβρίζω συγκαθυφαίνω σύγκαιρος συγκαίω συγκακοπαθέω συγκακουργέω συγκακούργημα συγκακουργία συγκακουχέομαι συγκακόω συγκακύνω συγκαλέω συγκαλινδέομαι συγκαλλυμμός συγκαλλύνω συγκάλυμμα συγκαλυμμός συγκαλυπτέος συγκαλυπτός συγκαλύπτω συγκάλυψις σύγκαμμα συγκάμνω συγκαμπή συγκαμπτός συγκάμπτω σύγκαμψις Συγκάμων συγκανηφορέω συγκαπηλεύομαι συγκαρβαλώσας συγκαρκινόομαι συγκασιγνήτη σύγκασις συγκαταβαίνω συγκαταβάλλω συγκατάβασις συγκαταβατικός συγκαταβατικῶς συγκαταβιβάζω συγκαταβιόω συγκαταγαπάω συγκαταγήρασις συγκαταγηράσκω συγκαταγηράω συγκαταγιγνώσκω συγκαταγινώσκω συγκατάγνυμι συγκαταγομφόω συγκαταγράφω συγκατάγω συγκαταγωγή συγκαταδαρθάνω συγκαταδεσμέω συγκαταδικάζω συγκαταδιώκω συγκαταδουλόω συγκαταδύνω συγκαταδύομαι συγκατάδυσις συγκαταζάω συγκαταζεύγνυμι συγκαταζῶ συγκαταθάπτω συγκατάθεσις συγκαταθετέον συγκαταθετικός συγκαταθετικῶς συγκαταθετός συγκαταθέω συγκαταθλάω συγκαταθνῄσκω συγκαταθύω συγκαταίθω συγκαταίνεσις συγκαταινέω συγκάταινος συγκαταιρέω συγκαταίρω συγκαταιτιάομαι συγκατακαίνω συγκατακαίω συγκατακαλύπτω συγκατακάω συγκατάκειμαι συγκατακεράννυμι συγκατακλαίζω συγκατακλάω συγκατακλειστέον συγκατακλείω συγκατακληΐω συγκατακληρονομέομαι συγκατακληρονομέω συγκατακλίνω συγκατάκλισις συγκατακοιμάω συγκατακοιμίζω συγκατακολουθέω συγκατακομίζω συγκατακόπτω συγκατακοσμέω συγκατακόσμησις συγκατακρημνίζω συγκατακτάομαι συγκατακτάς συγκατακτείνω συγκατακυλίνδομαι συγκατακυλίνδω συγκατακυλίω συγκαταλαγχάνω συγκαταλαμβάνω συγκαταλέγω συγκαταλείπω συγκαταλέχω συγκαταλήγω συγκαταλλάσσω συγκαταλλάττω συγκαταλογίζομαι συγκαταλύω συγκαταμαρτυρέω συγκαταμείγνυμι συγκαταμένω συγκαταμίγνυμι συγκαταμύω συγκαταναγκάζω συγκαταναυμαχέω συγκατανέμω συγκατανευσιφάγος συγκατανεύω συγκατανοέω συγκαταπαίζω συγκαταπατέω συγκαταπαύω συγκαταπέμπω συγκαταπίμπλημι συγκαταπίμπρημι συγκαταπίνω συγκαταπίπτω συγκαταπλαστέον συγκαταπλέκω συγκαταπλέω συγκαταπολεμέω συγκαταποντόω συγκαταπράσσω συγκαταπράττω συγκαταπρήθω συγκαταριθμέω συγκαταριθμητέον συγκαταρράπτω συγκαταρρέω συγκαταρριπτέω συγκαταρρίπτω συγκατάρχομαι συγκατάρχω συγκατασβέννυμι συγκατασείομαι συγκατασήπω συγκατασιτέομαι συγκατασκάπτης συγκατασκάπτω συγκατασκεδάζω συγκατασκεδάννυμι συγκατασκευάζω συγκατασκηνόω συγκατασκήνωσις συγκατασκήπτω συγκατάσπασις συγκατασπάω συγκατασπείρω συγκαταστασιάζω συγκατάστασις συγκαταστρέφω συγκατασύρομαι συγκατασύρω συγκατασχηματίζομαι συγκατασχηματίζω συγκατασχίζω συγκατατάσσω συγκατατάττω συγκατατεθειμένως συγκατατείνω συγκατατήκομαι συγκατατήκω συγκατατίθημι συγκατατρέχω συγκατατρίβω συγκατατρώγω συγκαταφαγεῖν συγκαταφέρω συγκαταφεύγω συγκαταφθείρω συγκαταφλέγω συγκαταφονεύω συγκαταφρονέω συγκατάφυρτος συγκαταχράομαι συγκαταχώννυμι συγκαταχωρίζω συγκαταψεύδομαι συγκαταψηφίζομαι συγκαταψηφίζω συγκαταψύχω συγκατέδομαι συγκατέδω συγκάτειμι συγκατείργω συγκατεξανίσταμαι συγκατεξανίστημι συγκατεπείγω συγκατεργάζομαι συγκατέρχομαι συγκατεσθίω συγκατευθύνω συγκατεύχομαι συγκατέχω συγκατηγορέω συγκατηγόρημα συγκατηγορηματικός συγκατηγόρησις συγκατήγορος συγκάτημαι συγκατηρεφής συγκάτθανον συγκατοικέω συγκατοικία συγκατοικίζω συγκατοικτίζομαι συγκατοικτίζω συγκατολισθαίνω συγκατολισθάνω συγκατορθόω συγκατορύσσω συγκατορύττω συγκάττυσις συγκαττυστής συγκαττύω σύγκαυσις συγκαχρύω συγκάω συγκέας σύγκειμαι συγκειμένως συγκέκλημαι συγκέκλῃμαι συγκεκομμένως συγκεκραμένως συγκεκροτημένως συγκελαρύζω συγκελεύω συγκελλάριος συγκέλλω συγκενόω συγκεντέω συγκεντρογραφέω συγκέντρωσις συγκεράννυμι συγκεραννύω συγκέρασμα συγκερασμός συγκεραστός συγκερατίζομαι συγκεραυνόω συγκεράω συγκερκίζω συγκεφαλαιόω συγκεφαλαίωμα συγκεφαλαίωσις συγκεφαλαιωτέον συγκεφαλαιωτικός συγκεχυμένως συγκηδεστής συγκηδεύω συγκηρέω συγκηρύσσω συγκηρύττω συγκινδυνευτέον συγκινδυνεύω συγκινέω συγκίνημα συγκίνησις συγκινητικός συγκιρνάω συγκίρνημι συγκλάζω συγκλαίω συγκλαρόω σύγκλασις συγκλασμός συγκλάω συγκλείς σύγκλεισις σύγκλεισμα συγκλεισμός συγκλειστός συγκλείω συγκλέπτης συγκλέπτω συγκληΐζω συγκληΐω συγκληρία συγκληρονομέω συγκληρονομία συγκληρονόμος σύγκληρος συγκληρόω συγκλήρωσις σύγκλῃσις Συγκλητική συγκλητικός σύγκλητος Σύγκλητος συγκλῄω συγκλινής συγκλινίαι σύγκλινος συγκλίνω σύγκλισις συγκλίτης συγκλονέω συγκλόνησις συγκλυδάζομαι σύγκλυδος συγκλυδωνίζομαι συγκλύζω σύγκλυς σύγκλυσμα συγκλυσμός συγκλύω συγκλώθω σύγκλωσις συγκνισόομαι συγκνισόω συγκνισσόω συγκοιλαίνω σύγκοιλον συγκοιμάομαι συγκοίμημα συγκοίμησις συγκοιμητήρ συγκοιμητής συγκοιμίζω συγκοινολογέομαι συγκοινόομαι σύγκοινος συγκοινόω συγκοίνωμα συγκοινωνέω συγκοινωνός συγκοιτάδιος συγκοιτάζω συγκοίτιον σύγκοιτις σύγκοιτος συγκολάζω συγκολάπτω συγκολλάω συγκόλλημα συγκολλήσιμος συγκόλλησις συγκολλητής σύγκολλος συγκόλλως συγκολυμβάω συγκομιδή συγκομίζω συγκομιστέον συγκομιστήρ συγκομιστήρια συγκομιστήριος συγκομιστής συγκομιστός σύγκομμα συγκομμάτιον συγκονίομαι συγκονιόομαι συγκοπή συγκοπιάτης συγκοπιάω σύγκοπος συγκοπτικός συγκοπτός σύγκοπτος συγκόπτω συγκοπώδης συγκορδυλέομαι συγκορδυλέω συγκορδυλίζω συγκορυβαντιάω συγκόρυφος συγκορυφόω συγκορύφωσις συγκοσμέω συγκόσμησις σύγκοσμος συγκοτταβίζω συγκουφίζω συγκραδαίνω σύγκραμα συγκραματικός σύγκρασις Σύγκρασις συγκρατέον συγκρατέω συγκράτησις συγκρατικός σύγκρατος συγκρατύνω συγκρέκω συγκρημνίζω σύγκρησις συγκρητίζω συγκρητισμός σύγκριμα συγκριματικός συγκριμάτιον συγκρίνω συγκρισία σύγκρισις συγκριτέον συγκρίτης συγκριτικός συγκριτικῶς συγκριτός σύγκριτος συγκροτέω συγκρότημα συγκρότησις σύγκροτος συγκροτούσιος σύγκρουμα συγκρούσιος σύγκρουσις συγκρουσμός συγκρουστέον συγκρουστικός συγκρουστός συγκρούω συγκρύπτω σύγκρυψις συγκτάομαι συγκτερεΐζω συγκτησείδιον συγκτησίδιον σύγκτησις συγκτήτωρ συγκτίζω σύγκτισις συγκτίστης συγκτυπέω συγκυβευτής συγκυβεύω συγκυέομαι συγκυέω συγκυΐσκομαι συγκυκάω συγκυκλέω συγκυκλίζομαι συγκυκλόομαι συγκυκλόω συγκύκλωψ συγκυλινδέομαι συγκυλίνδομαι συγκυλίομαι συγκυλίω συγκυμαίνομαι συγκυναγός συγκυνηγετέω συγκυνηγέτης συγκυνηγέω συγκυνηγός συγκυνίζω συγκύπτης συγκύπτω συγκυρέω συγκύρημα συγκύρησις συγκυρία συγκυρκανάω συγκυρόω σύγκυρσις συγκύρω συγκωθωνίζομαι σύγκωλος συγκωλύω συγκωμάζω συγκωμαστής σύγκωμος συγκωμῳδέω συγξαίνω συγξενιτεύω συγξέω συγξηραίνω συγξύω συγχάζομαι συγχάζω συγχαίρω Συγχαίρων συγχαλάω συγχαλεπαίνω συγχαλκεύω συγχαράσσω συγχαρητικός συγχαρίζομαι συγχαρτικός συγχαυνόομαι συγχειλίαι συγχειμάζω συγχειρίζω συγχειρογραφέω συγχειροπονέω συγχειροτονέω συγχειρουργέω συγχερσεύω συγχέω συγχιλίαρχος συγχίς συγχλευάζω συγχόνδρωσις συγχορδία σύγχορδος συγχορεία συγχορευτής συγχορεύτρια συγχορεύω συγχορηγέω συγχορηγός σύγχορος σύγχορτος συγχοῦν συγχόω συγχράομαι συγχρηματίζω συγχρηματισμός σύγχρησις συγχρήσομαι συγχρηστέον συγχρηστηριάζομαι συγχρηστήριον συγχρίμπτω σύγχρισμα συγχρισμός συγχριστέον συγχριστός συγχρίω συγχροΐζω συγχρονέω συγχρονίζω συγχρονισμός σύγχρονος σύγχροος σύγχρους συγχρώζω συγχρῴζω συγχρωματίζομαι συγχρωματισμός σύγχρως συγχρῶτα σύγχρωτα συγχρωτίζομαι συγχρωτίζω συγχυλόομαι συγχυλόω σύγχυμος συγχύνω σύγχυσις συγχυσμός συγχυτικός σύγχυτο συγχυτρόω συγχωλαίνω συγχωλεύω σύγχωμα συγχωνεύω συγχώννυμι συγχωννύω συγχωρέω συγχώρημα συγχώρησις συγχωρητέος συγχωρητικός συγχωρητικῶς συγχωρία συγχωρίζω σύγχωρος σύγχωσις σύγχωσμα σύδην Συδριάδες Συδρόμαχος Σύεδρα σύειος Συέλλιοι Συεννεσις Συέννεσις Συεσκυρεβος συϜοικία συζάω συζεύγνυμι συζευκτέον συζευκτικός σύζευξις συζέω συζῆν σύζησις συζητέω συζήτησις συζητητής συζητητικός συζοφόω συζυγέω συζυγή συζυγής συζύγησις συζυγία συζύγιος συζυγίτης συζυγῖτις σύζυγος συζύγως συζυμόω σύζυξ συζῶ σύζωμα συζώννυμι συζωοποιέω σύζωος συηβόλος συῆλαι συηνέω Συήνη συηνία Συηνίτης συηνός Σύθας σύθην Συΐα συΐδιον Συΐλλοι Σύϊλλος σύϊνος Συις συκάζω Συκαί συκαλίς συκαλλίς συκαλόβον συκαμήδωρος συκαμινέα συκαμινεών συκαμίνινος συκαμινοακάνθινος συκάμινον συκάμινος συκαμινώδης Συκαμίνων συκάριον Σύκαρυς συκάς Συκᾶς συκάσιος συκαστής συκάστρια συκέα σύκειον συκεών Συκή συκῆ συκηγορία συκία συκιδαφόρος συκίδιον συκίζω Συκίνη σύκινος συκινόφυλλον συκίον συκίς συκίτης συκῖτις συκοβασίλεια συκόβιος συκολογέω συκολόγος συκομάμας συκομάμμας συκομοραία συκομορέα συκομορία συκομορίτης συκόμορον συκόμορος συκομωραία σῦκον συκόομαι συκοπέδιλος συκόπρωκτος συκοπώλης συκοσκόπος συκοσπαδίας συκοσπάς συκοτραγέω συκοτραγίδης συκοτράγος συκοτρώκτης συκουρός συκοφάγος συκοφαντέω συκοφάντημα συκοφάντης συκοφαντητέον συκοφαντητός συκοφαντία συκοφαντίας συκοφαντικός συκοφαντικῶς συκοφάντις συκοφάντρια συκοφαντώδης συκόφασις συκοφορεῖον συκοφορέω συκοφόρος συκόφυλλον συκόω Συκυδιος Συκύριον συκχάς συκχίς σύκχος Συκώ συκώδης Συκώι σύκωμα συκών συκωρέω συκωρός σύκωσις συκωτικός συκωτός σύλα σῦλα συλαγωγέω Συλάδας συλαθείς Συλακίς Σύλανδρος Συλανός συλάω Συλέος συλεύς Συλεύς συλεύω συλέω σύλη σύλημα συλήσιος σύλησις συλήτειρα συλητήρ συλητής συλήτης συλήτρια συλήτωρ Συλίας συλικός Σύλιχος Συλίων Σύλκοι συλλαβή συλλαβίζω συλλαβικός συλλαβομαχέω συλλαβοπευσιλαβητής συλλαβοπευσιλαλητής σύλλαβος συλλαγνεύω συλλαγχάνω συλλαλέω συλλάλημα συλλάλησις συλλαλιά συλλαμβάνω συλλάμπω σύλλαμψις συλλανθάνω Συλλανία Συλλάνιος Σύλλας συλλατρεύω συλλαφύσσω σύλλαψις συλλεαίνω σύλλεγμα συλλέγω Συλλεῖα συλλειαίνω συλλείβω συλλειοτριβέω συλλειόω συλλειτουργέω συλλειτουργός σύλλεκτος σύλλεκτρος σύλλεξις συλλεπτύνω συλλεσχηνεύω συλλήβδην συλλήγω συλληΐζομαι σύλλημμα σύλλημψις σύλληξις συλλήπτειρα συλληπτέον συλληπτέος συλληπτήρ συλληπτικός συλληπτός συλλήπτρια συλλήπτωρ συλληρέω συλλῃστεύω συλλῃστήρ συλλῃστής συλλῄστρια σύλληψις συλλιάζομαι συλλιθηγία σύλλιθος Συλλῖνα συλλιπαίνομαι συλλιπαίνω συλλίρ συλλογεύς συλλογευτικός συλλογή συλλογίζομαι συλλογίζω συλλογιμαῖος συλλογισμός συλλογιστέος συλλογιστής συλλογιστικός συλλογιστικῶς σύλλογος συλλοιδορέω Σύλλος συλλούομαι σύλλουτρον συλλούω συλλοχάω συλλοχία συλλοχίζω συλλοχισμός συλλοχίτης συλλυπέω σύλλυσις συλλυσσάομαι συλλυσσάω συλλύται συλλύω συλολωπία σῦλον συλόνυξ Σῦλος Συλοσῶν Σύλοχος συλοχρηματέω Σύλωκος σῦμα Συμάδας Συμαδιπυλις Σύμαιθος Συμαῖος Συμαρία συμβάδην συμβαδίζω συμβαίνω συμβακχεύω συμβάκχη σύμβακχος συμβαλανεύομαι συμβαλλομαχέω συμβαλλομαχία συμβαλλομάχος συμβάλλω σύμβαμα συμβαματικός συμβαπτίζομαι συμβαπτίζω συμβαρβαρίζω συμβαρέω συμβαρύνω συμβάς συμβασείω συμβασιλεύς συμβασιλεύω συμβασιλιστής σύμβασις συμβαστάζω συμβατέος συμβατεύω συμβατήριος Συμβατίκιος συμβατικός συμβατικῶς συμβατόν συμβατός συμβεβαιόω συμβεβαιωτής συμβεβάναι συμβεβηκότως συμβεβηλόω συμβελής συμβελτιόομαι συμβεννίων συμβηματίζω συμβία συμβιάζομαι συμβιάζω συμβιβάζω συμβίβασις συμβιβασμός συμβιβαστής συμβιβαστικός συμβιβῶ σύμβιος συμβιοτεύω συμβιότη συμβίοτος συμβιόω Σύμβιχος συμβίωσις Συμβίωσις συμβιωτάριον συμβιωτέον συμβιωτής Συμβιώτης συμβιωτικός συμβιωτός συμβλάπτω συμβλαστάνω συμβλαστής συμβλέπω συμβλήδην σύμβλημα συμβλήμην συμβλής συμβλήσεαι σύμβλησις συμβλήσομαι συμβλητέον συμβλητέος συμβλητικός συμβλητός συμβλύζω συμβλύω συμβοάω συμβοήθεια συμβοηθέω συμβοηθητικόν συμβοηθός συμβολαιογράφος συμβόλαιον συμβολαιόομαι συμβόλαιος συμβολατεύω συμβολέτης συμβολεύς συμβολεύω συμβολέω συμβολή συμβόλησις συμβολήτρα συμβολικός Συμβολικός συμβόλικτρον συμβολικῶς συμβολιμαῖος συμβόλιον συμβολοκοπέω συμβολοκόπος συμβολομαντεία σύμβολον Σύμβολον σύμβολος συμβολοφύλαξ συμβόσκομαι συμβόσκω συμβότης σύμβοτος συμβουάδδει συμβοῦαἱ συμβουλεία συμβούλευμα συμβούλευσις συμβουλευτέος συμβουλευτής συμβουλευτικός συμβουλεύω συμβουλή συμβούλησις συμβουλία συμβούλιον συμβούλομαι σύμβουλος Σύμβουλος συμβραβεύω συμβράζω Συμβρας συμβράσσω συμβράττω συμβρέμω συμβρέχω σύμβρος συμβροχέω σύμβροχος συμβρύκω συμβύω σύμβωμος Σύμενος Συμεόνιος Συμεών Σύμεων Συμεώνιος Σύμη Σύμηθεν σύμμαγμα συμμαθητής συμμαθητιάω συμμαίνομαι συμμαλάσσω συμμαλάττω συμμανθάνω συμμαραίνομαι συμμάρπτω συμμάρτυρ συμμαρτυρέω συμμαρτυρία συμμαρτύρομαι συμμάρτυρος σύμμαρτυς συμμασάομαι Συμμασις συμμαστάζω συμμαστιγόω Συμμάχα συμμαχέομαι συμμαχέω Συμμάχη συμμαχία Συμμαχία Συμμαχίδας Συμμαχίδης συμμαχικός συμμαχικῶς Συμμάχιος συμμαχίς Συμμαχίς συμμάχομαι σύμμαχος Σύμμαχος σύμμε συμμεθάλλομαι συμμεθαρμόζομαι συμμεθαρμόζω συμμεθελκύω συμμεθέλκω συμμέθεξις συμμεθέπω συμμεθιστάω συμμεθίστημι συμμεθύσκομαι συμμεθύω συμμείγνυμι συμμειγνύω συμμεικτέον σύμμεικτος σύμμειξις συμμειόομαι συμμειόω συμμειρακιώδης συμμεῖραξ συμμελαίνομαι συμμελαίνω συμμελανειμονέω συμμελανόομαι συμμελετάω συμμελής συμμέμαα συμμεμαώς συμμεμετρημένως συμμεμιγμένως συμμένω συμμερίζω συμμεριστέον συμμεριστής συμμερίστρια συμμεριτεύω συμμερίτης συμμεσουρανέω συμμεσουράνημα συμμεσουράνησις συμμεσουράνιος συμμεταβαίνω συμμεταβάλλω συμμετάγω συμμεταδίδωμι συμμεταίτιος συμμετακινέω συμμετακίρναμαι συμμετακλίνομαι συμμετακοσμέω συμμεταλαμβάνω συμμεταλλάσσω συμμετανίσταμαι συμμετανοέω συμμεταπίπτω συμμεταποιέω συμμεταρρέω συμμεταρρυθμίζω συμμετασχηματίζω συμμετατίθημι συμμετατρέπω συμμεταφέρω συμμεταφορά συμμεταχειρίζομαι συμμεταχωρέω συμμετέρχομαι συμμετέχω συμμετεωρίζομαι συμμετεωρίζω συμμετεωροπολέω συμμετεωροπορέω συμμετίσχω συμμετοικέω συμμετοικίζομαι συμμετοικίζω συμμέτοχος συμμετρέω συμμέτρησις συμμετρητής συμμετρία συμμετριάζω συμμετρικός συμμέτριος σύμμετρος συμμετρότης συμμέτρως συμμηκίζω συμμηνία συμμηνιακός σύμμηνος συμμηρία σύμμηρος συμμηρύομαι συμμήρυσις συμμήστωρ συμμητιάομαι συμμηχανάομαι συμμιαίνω συμμιαιφονέω σύμμιγα συμμίγδην συμμιγής συμμιγία σύμμιγμα συμμίγνυμι συμμιγνύω συμμικτέον συμμικτός σύμμικτος συμμίκτως σύμμιλτος συμμιμέομαι συμμιμητής συμμιμνήσκομαι συμμιμνῄσκομαι συμμινύθω σύμμιξ συμμιξία σύμμιξις συμμίσγω συμμισέω συμμισθόω συμμισοπονηρέω συμμνάμων συμμνημόνευσις συμμνημονεύω συμμνήμων συμμνηστέον συμμογέω συμμοιράω σύμμολπος συμμολύνω συμμοναρχέω συμμονή συμμονόομαι συμμορία συμμοριάρχης συμμορίαρχος συμμοριάω συμμορίτης σύμμορος συμμορφή συμμορφίζομαι συμμορφίζω συμμορφόομαι σύμμορφος συμμορφόω συμμοχθέω συμμοχθηρεύομαι συμμυέω συμμυολόγος σύμμυσις συμμύστης συμμύω συμμωραίνω Συμονᾶς συμός συμπαγής συμπαγία συμπάθεια συμπαθέω συμπαθής συμπάθησις συμπαθητιάω συμπαθία συμπαθῶς συμπαιανίζω συμπαιγμός συμπαίγμων συμπαιγνία συμπαιδαγωγέω συμπαιδαγωνέω συμπαιδεύω συμπαίζω συμπαίκτειρα συμπαικτήρ συμπαίκτης συμπαίκτρια συμπαίκτωρ συμπαίσδεν συμπαιστής συμπαίστρια συμπαίστωρ συμπαίω συμπαιωνίζω συμπαλαίω συμπαλαμάομαι σύμπαν Συμπανέλληνες συμπανηγυρίζω συμπανηγυρισταί συμπανουργέω σύμπαντι συμπαρά συμπαραβαδίζω συμπαραβάλλω συμπαραβύω συμπαραγγέλλω συμπαραγίγνομαι συμπαραγίνομαι συμπαράγω συμπαραδηλόω συμπαραδίδωμι συμπαραδύω συμπαραθέω συμπαραινέω συμπαραιτέομαι συμπαρακαθέζομαι συμπαρακαθίζω συμπαρακαλέω συμπαρακατακλίνω συμπαρακαταμίγνυμι συμπαράκειμαι συμπαρακελεύομαι συμπαρακμάζω συμπαρακολουθέω συμπαρακομίζω συμπαρακύπτω συμπαραλαμβάνω συμπαραληπτέον συμπαραληπτέος συμπαραληπτικός συμπαράληψις συμπαραλύομαι συμπαραμείγνυμι συμπαραμειγνύω συμπαραμένω συμπαραμίγνυμι συμπαραμιγνύω συμπαραμίσγω συμπαραναλίσκω συμπαρανεύω συμπαρανέω συμπαρανήχομαι συμπαρανομέω συμπαραπέμπω συμπαραπήγνυμι συμπαραπίπτω συμπαραπλέκω συμπαραπλέω συμπαραπληρωματικός συμπαραπολαύω συμπαραπόλλυμι συμπαραπομπός συμπαρασκευάζω συμπαρασπείρω συμπαρασπίζω συμπαρασπονδέω συμπαραστατέω συμπαραστάτης συμπαρασύρω συμπαράταξις συμπαρατάσσομαι συμπαρατάττομαι συμπαρατείνω συμπαρατηρέω συμπαρατήρησις συμπαρατίθημι συμπαρατρέφω συμπαρατρέχω συμπαρατροχάζω συμπαρατυγχάνω συμπαραύξομαι συμπαραφέρω συμπαραφυλάσσω συμπαραφύομαι συμπαραχωρέω συμπαρεδεύω συμπαρεδρεύω συμπάρεδρος συμπάρειμι συμπαρεισάγω συμπαρεισέρχομαι συμπαρεισφθείρομαι συμπαρέκτασις συμπαρεκτείνω συμπαρεμφαίνομαι συμπαρεμφέρω συμπαρενεκτέον συμπαρέπομαι συμπαρέρχομαι συμπαρέχω συμπαρήκω συμπάρθενος συμπαριππεύω συμπαρίπταμαι συμπαρίστημι συμπαροδεύω συμπαροικέω συμπάροικος συμπαροίχομαι συμπαρολισθαίνω συμπαρολισθάνω συμπαρομαρτέω συμπαροξύνω συμπαρορμάω συμπαροτρύνω συμπαρουσία σύμπας σύμπασμα συμπάσσω Συμπάσχουσα συμπάσχω συμπαταγέω συμπατάσσω συμπατέω συμπατριώτης συμπατρονόμος συμπαύομαι συμπαχύνω συμπεδάω συμπέδιος συμπειθήνιος συμπείθω σύμπειρος συμπείρω συμπελτάζομαι συμπέμπω συμπένης συμπενθέω συμπένομαι σύμπεντε συμπεπαίνομαι συμπεπαίνω συμπεπλεγμένως συμπεπληρωμένως συμπεπτικός συμπέπτω συμπεραίνω συμπεραιόω συμπεραίωσις συμπεραντέον συμπεραντικός συμπεραντικῶς συμπέρασμα συμπερασματικός συμπερασματικῶς συμπερασμός συμπεραστικός συμπεραστικῶς συμπερατόω συμπεράω συμπέρθω συμπεριαγής συμπεριάγνυμαι συμπεριάγω συμπεριαγωγή συμπεριαγωγός συμπεριαιρετέον συμπεριαιρέω συμπεριακολουθέω συμπεριβάλλω συμπεριβομβέω συμπεριγίγνομαι συμπεριγράφω συμπεριδινέομαι συμπεριδινέω συμπεριδονέομαι συμπεριδονέω συμπεριειλέω συμπερίειμι συμπεριέλκω συμπεριενεκτέον συμπεριέρχομαι συμπεριέχω συμπεριζώννυμαι συμπεριζώννυμι συμπεριθέω συμπεριΐπταμαι συμπεριΐσταμαι συμπερικινέω συμπερικλείω συμπερικομίζω συμπεριλαμβάνω συμπεριλύω συμπερινοέω συμπερινοστέω συμπεριοδεύω συμπεριπατέω συμπεριπέτομαι συμπεριπίπτω συμπεριπλανάομαι συμπεριπλέκω συμπεριπλέω συμπεριπλοκή συμπεριποιέω συμπεριπολέω συμπεριπόλησις συμπερίπολος συμπεριπτύσσομαι συμπερισπάω συμπερισπωμένως συμπεριστέλλω συμπεριστρέφομαι συμπεριστρέφω συμπερισύρω συμπεριτείνω συμπεριτειχίζω συμπεριτίθημι συμπεριτρέπω συμπεριτρέχω συμπεριτρίβομαι συμπεριτυγχάνω συμπεριφαντάζομαι συμπεριφερής συμπεριφέρω συμπεριφθείρομαι συμπεριφορά συμπεριφορητός συμπεριφράσσω συμπεριφράττω συμπεριφύομαι συμπερονάω συμπέσσω συμπετάννυμι συμπέτομαι συμπέττω συμπεφορημένος σύμπεψις συμπηγία σύμπηγμα συμπήγνυμι συμπηγνύω συμπηδάω συμπήδημα σύμπηκτος συμπηλόω συμπήξ σύμπηξις συμπήσσω συμπήττω συμπιάζω συμπιαίνω συμπιέζω συμπίεσις συμπίεσμα συμπιεσμός συμπιλατικός συμπιλέω συμπίλησις συμπιλητής συμπιλητικός συμπιλόω συμπιλωτικός συμπίμπρημι συμπίνω συμπιπίσκω συμπιπράσκω συμπίπρημι συμπιπρήσκω συμπίπτω συμπιστεύω συμπιστόομαι συμπιτνέω συμπίτνω συμπλάζομαι συμπλανάομαι συμπλανήτης σύμπλανος σύμπλασις συμπλάσσω συμπλαστεύω συμπλαταγέω συμπλάττω συμπλέγδην σύμπλεγμα συμπλείονες συμπλείων συμπλεκής συμπλέκτειρα συμπλεκτέον συμπλεκτικός συμπλεκτικῶς σύμπλεκτος συμπλέκω σύμπλεξις σύμπλεος σύμπλευρος συμπλέω σύμπλεως συμπληγάς συμπλήγδην συμπληθύνω συμπληθύω συμπλημμελέω σύμπληξις συμπλήρης συμπληρόω συμπλήρωμα συμπληρωματικῶς συμπλήρωσις συμπληρωτικός συμπλησιάζω συμπλήσσομαι συμπλήσσω συμπλήττω σύμπλοια συμπλοϊκός συμπλοκή σύμπλοκος σύμπλοος σύμπλους συμπλώω συμπνείω σύμπνευσις συμπνευσμός συμπνέω συμπνιγής συμπνίγω συμπνοή σύμπνοια σύμπνοος σύμπνους συμποδέω συμποδηγετέω συμποδηγέω συμποδίζω συμποδισμός συμποδοδεσμέω συμποιέω συμποικίλλομαι συμποικίλλω συμποιμαίνομαι συμποιμαίνω συμποίμην συμπολεμέω συμπολεμίζω συμπολίζω συμπολιορκέω συμπολιτεία συμπολίτευσις συμπολιτεύω συμπολίτης συμπολῖτις συμπολλαπλασιάζω σύμπολλοι σύμπολυς συμπομπεύω συμπομπή συμπονέω συμπονηρεύομαι συμπονία σύμπονος συμπορεύομαι συμπορθέω συμπορθητής συμπορίζω συμπορισμός συμπορνεύω σύμπορος συμπορπάομαι συμπορπάω σύμπορπον συμπορσύνω συμποσία συμποσιάζω συμποσιαῖος συμποσιακός συμποσιαρχέω συμποσιάρχης συμποσιαρχία συμποσίαρχος συμποσιαστής συμπόσιον συμπόσιος Συμπόσιος Συμποσίς συμποσόω συμπότης Συμπότης συμποτιγίνομαι συμποτικός συμποτίς συμπότρια σύμπους συμπραγματεύομαι συμπρακτικός συμπρακτορεύω συμπράκτρια συμπράκτωρ συμπραξία σύμπραξις συμπράσσω συμπρατήρ συμπράτης συμπράττω συμπραΰνομαι συμπρεπής συμπρέπω συμπρεσβευτής συμπρεσβεύω σύμπρεσβυς συμπρεσβύτερος συμπρήκτωρ συμπρήσσω συμπρήττω συμπρίαμαι συμπρίασθαι συμπρίω συμπροάγω συμπροαύξομαι συμπροβαίνω συμπροβάλλω συμπρόβουλος συμπρογιγνώσκω συμπροδίδωμι συμπροδότης συμπρόεδρος συμπρόειμι συμπροέρχομαι συμπροθυμέομαι συμπροΐημι συμπροικίζω συμπροκόπτω συμπροκύπτω συμπρομηθέομαι συμπρομνάμων συμπρονοέω συμπρονομεύω συμπροξενέω συμπροπέμπω συμπροπίπτω συμπροπορεύομαι συμπροσάγω συμπροσγίγνομαι συμπρόσειμι συμπροσέρχομαι συμπροσέχω συμπροσίσχομαι συμπροσίσχω συμπροσκυνέω συμπροσλαμβάνω συμπροσμείγνυμι συμπροσμίγνυμι συμπροσπίπτω συμπροσπλέκομαι συμπροσπλέκω συμπροστάτης συμπροστίθημι συμπροσψαύω συμπροτερέω συμπροτίθημι συμπροτρέπω σύμπρουρος συμπροφαίνω συμπροφέρω συμπροφητεύω συμπροχέω συμπροχωρέω συμπρυτανεύω συμπρύτανις συμπρῶτα συμπταίω συμπτερόομαι συμπτερόω συμπτερύσσομαι συμπτυκτικός σύμπτυκτος σύμπτυξις συμπτύσσω σύμπτυστος συμπτυχή συμπτωθέν σύμπτωμα συμπτωματικός συμπτωματικῶς συμπτωσία σύμπτωσις συμπτωτός σύμπτωχος συμπυκάζω σύμπυκνος συμπυκνόω συμπυνθάνομαι συμπυριάω συμπυρόω συμπυρπολέω σύμπωθι συμπωλέω συμπωρόομαι συμπωρόω συμφαγεῖν συμφάγῃ συμφαής συμφαίνομαι συμφάναι συμφάνεια συμφανερόω συμφανής σύμφανσις συμφαντάζομαι συμφαντικός συμφανῶς Συμφᾶς σύμφασις συμφάσκω συμφατικός συμφέρει Συμφέρης συμφέρον συμφερόντως Συμφέρουσα συμφερτός συμφέρω Συμφέρων συμφερώτερος συμφεύγω σύμφημι συμφήτωρ συμφθάνω σύμφθαρσις συμφθέγγομαι συμφθείρω συμφθίνω σύμφθογγος συμφιβλόομαι συμφιλέω συμφιλία συμφιλοδοξέω συμφιλοκαλέω συμφιλολογέω συμφιλομαθέω συμφιλονεικέω συμφιλονικέω συμφιλοσοφέω συμφιλοτιμέομαι Συμφιλοῦσα Συμφίλων συμφλάω συμφλεγμαίνω συμφλέγω συμφλογίζω συμφλυαρέω συμφοβέω συμφοιτάω συμφοιτέω συμφοίτησις συμφοιτητής συμφονεύω συμφορά συμφοράζω συμφοραίνω συμφορεύς συμφορέω συμφορή συμφόρημα συμφόρησις συμφορητός συμφορία Συμφοριανός συμφορίας Συμφορίς Συμφορίων Σύμφορον σύμφορος Σύμφορος συμφόρως συμφράδμων συμφράζομαι συμφράζω συμφράκτωρ σύμφραξις σύμφρασις συμφράσσω συμφράττω συμφρόνασις συμφρονέω συμφρόνησις συμφρονίζω συμφροντίζω συμφροσύνη σύμφρουρος συμφρυγμός συμφρύγω σύμφρων συμφυάς συμφυγαδεύω συμφυγάς συμφύγιον συμφυή συμφυής συμφυΐα συμφυλακίτης συμφύλαξ συμφυλάσσω συμφυλάττω συμφυλέτης συμφυλία σύμφυλος συμφῦναι συμφύνω συμφυράω συμφύρδην συμφυρμός σύμφυρσις σύμφυρτος συμφύρω συμφυσάω συμφυσιόω σύμφυσις συμφυτεύω συμφυτικός σύμφυτον σύμφυτος συμφύω συμφυῶς Συμφώ συμφωνέω συμφώνημα συμφώνησις συμφωνία συμφωνιακός Συμφωνιακός συμφωνικός Συμφωνῖνος σύμφωνος Σύμφωνος συμφωνούντως συμφώνως συμφωτίζομαι συμφωτίζω σύμψαλμα σύμψαυσις συμψαύω συμψάω συμψέλια Συμψέλις συμψελλίζω συμψελλισμός συμψεύδομαι συμψηφίζω συμψηφιστής συμψηφοθετέω συμψηφολογέω σύμψηφος συμψήχω συμψιθυρίζω συμψιλόω συμψοφέω συμψυχέω συμψυχία συμψύχομαι σύμψυχος συμψυχόω συμψύχω Σύμων σύν Συνααρών Συναβερις συναβολέω συναγάλλομαι συναγανακτέω συναγανάκτησις συναγαπάω συναγγέλλω συνάγγελος συναγγία συναγείρω συναγελάζομαι συναγελάζω συναγελασμός συναγελαστικός συναγελισμός συναγένητος συναγέννητος συνάγερθεν συναγερμός συναγέσκεο συναγιάζω συναγινέω συνάγκεια σύναγκος συναγλαΐζω σύναγμα συναγνεύω συναγνοέω συνάγνυμι συναγοράζω συναγορασμός συναγοραστικός συναγόρευσις συναγορεύω συναγορέω συνάγορος συναγραυλέω συναγρεύω συναγριαίνω συναγρίς συναγρόμενοι συναγρυπνέω συνάγρυπνος συναγρώσσω συναγυρμός συναγυρτός συνάγχη συναγχίαι συναγχικός συνάγχομαι σύναγχος συνάγω συναγωγεύς συναγωγή συναγωγία συναγώγιμον συναγώγιμος συναγώγιον συναγωγός συναγωνιάω συναγωνίζομαι συναγώνισμα συναγωνιστής συνάδελφος συναδηλέομαι συναδικέω συναδολεσχέω συναδόλεσχος συναδοξέω συνᾴδω συνάεθλος συναείδω συναείρομαι συναείρω συναέξω συναηδίζομαι συναθετέω συναθλέω συνάθλησις σύναθλος συναθροίζω συνάθροισις συνάθροισμα συναθροισμός συναθροιστής συναθροιστικός συναθύρω συναΐγδην συναιγλία συναΐδιος συναϊδίως συναιθριάζω συναιθύσσω συναικλεία συναικλία σύναιμος συναίμων συναίνεσις συναινετέον συναινέτης συναινετικόν συναινέω συναινίττομαι σύναινος συναίνυμαι συναίρεμα συναίρεσις συναιρεσιώτης συναιρετέον συναιρετικός συναιρετίστης συναιρέω συναίρω συναισθάνομαι συναίσθημα συναίσθησις συναισθητικός συναίσθομαι συναΐσσω συναισχύνω συναιτέω συναιτία συναιτιάομαι συναίτιον συναίτιος συναιχμάζω συναιχμαλωτίζω συναιχμαλωτίς συναιχμάλωτις συναιχμάλωτος σύναιχμος συναιωρέομαι συναιωρέω συναιώρησις συνακαταληπτέομαι συνακαταληπτέω συνακμάζω συνακολασταίνω συνακολουθέω συνακολουθία συνακόλουθος συνακοντίζω συνάκοος συνακούω συνακρατίζομαι συνακριβόω συνακροάομαι συνακτέον συνακτέος συνακτήρ συνακτήριον συνακτικός συνακτικῶς συνακτός συναλάλαγμα συναλαλάζω συναλάομαι συναλγέω συναλγηδών συναλγύνω συναλδής συναλεαίνω συναλέγω συνάλειμμα συναλειπτικόν συναλειπτικός συναλειπτικῶς συναλειπτός συναλείφω συναλέω συναληθεύω συναλήθω συναλητεύω συναλθαίνω συναλθάσσομαι συναλθάσσω συναλθέω συνάλθομαι συνάλθω συναλιάζω συναλίζω συνᾶλιξ συναλισγέομαι συναλίσκομαι συναλιφή συναλλαγή Συναλλάγη συνάλλαγμα συναλλαγματικός συναλλαγματικῶς συναλλαγματογραφία συναλλαγματογράφος συναλλακτέομαι συναλλακτεύω συναλλακτής συναλλακτικός συνάλλαξις συναλλάσσω Συναλλάσσων συναλλάττω συναλληγορέω συναλλοιόω συναλλοίωσις συνάλλομαι συναλλοτριόω συναλλύω σύναλμα σύναλμος συναλοάω συναλοιάω συναλοιφή σύναλος Σύναλος συναλύω συναλωνιάζω συνάμα σύναμα συναμαθύνω συναμάομαι συναμαρτάνω Συναμάτη συναμείβω συναμιλλάομαι συνάμιλλος σύναμμα συναμματίζομαι συναμοργός συναμπέχω συναμπίσχομαι συναμπίσχω συναμπρεύω συναμύνω συναμφιάζω συναμφιβάλλομαι συναμφιβάλλω συναμφότεροι συναμφότερος συνάμφω συνάμωρος συναναβαίνω συναναβακχεύω συναναβιβάζω συναναβλαστάνω συναναβοάω συναναβόσκομαι συναναγαργαρίζω συναναγιγνώσκω συναναγινώσκω συναναγκάζω συναναγκασμός συνανάγνωσις συναναγράφω συναναγυμνόω συνανάγω συναναδείκνυμι συναναδεύω συναναδέχομαι συναναδίδωμι συναναδίπλωσις συναναζεύγνυμι συναναζέω συναναζητέω συναναζωπυρέω συναναθάλλω συναναθεματίζω συναναθλέω συναναθρηνέω συναναθυμιάομαι συναναίρεσις συναναιρέω συνανακαθαίρω συνανακάμπτω συνανάκειμαι συνανακεράννυμαι συνανακεράννυμι συνανακεφαλαιόω συνανακηρύσσω συνανακινδυνεύω συνανακινέω συνανακιρνάομαι συνανακίρνημι συνανακλίνομαι συνανακλίνω συνανακοινολογέομαι συνανακομίζω συνανακόπτω συνανακουφίζω συνανάκρασις συνανακράω συνανακρίνω συνανακυκλέομαι συνανακυκλέω συνανακυλίομαι συνανακυνηγετέω συνανακύπτω συναναλαμβάνω συναναλάμπω συναναληψία συναναλίσκω συναναλογέομαι συνανάλογος συναναλύω συναναμαλάσσω συναναμείγνυμι συναναμέλπω συναναμίγνυμι συνανάμιγος συναναμιμνήσκω συναναμιμνῄσκω συνανάμιξις συναναμίσγω συναναμνάομαι συνανανεόομαι συναναξηραίνω συναναπάλλομαι συναναπαύομαι συναναπείθω συναναπέμπω συναναπηδάω συναναπιέζω συναναπίμπλημι συναναπίπτω συναναπλάσσω συναναπλέκω συναναπληρόω συναναπλόω συναναπράσσω συναναπράττω συναναπτερόω συναναπτύω συνανάπτω συναναριθμέω συναναρριπτέω συναναρρίπτω συναναρτάομαι συναναρχαιρεσιάζω συνάναρχος συνανασκάπτω συνανασκευάζω συνανασκευή συνανασπάω συνανάσσω συναναστομόομαι συναναστομόω συναναστόμωσις συναναστρέφω συναναστροφή συνανασῴζω συναναταράσσω συνανατείνω συνανατέλλω συνανατήκω συνανατίθημι συνανατολή συνανατρέπω συνανατρέφω συνανατρέχω συνανατρίβω συνανάτροφος συναναφαίνομαι συναναφαίνω συναναφέρω συναναφθέγγομαι συναναφλέγω συναναφορά συναναφυράω συναναφύρω συναναφύω συναναχαλάω συναναχέω συναναχορεύω συναναχρέμπτομαι συναναχρώζω συναναχρώννυμι συνανάχρωσις συναναχρωτίζω συναναχωρέω συνανδάνω συνανδραγαθέω συνανδρόομαι συνάνειμι συνανείργω συνανελκύω συνανέλκω συνανέρχομαι συνανέχω συνανηβάω συνανήκω συνανήλυθον συνανθέλκω συνανθέω συνανθομολογέομαι συνανθρωπεύομαι συνανθρωπεύω συνανθρωπέω συνανθρωπίζω συνανθρώπισις συνανθρωπιστικός συνανιάομαι συνανιάω συνανίημι συνανίπταμαι συνανιστάνω συνανίστημι συνανίσχω συνανιχνεύω Σύναννος συνανοηταίνω συνανοίγνυμι συνανοίγω συνανοιμώζω συνανορθόω Συνανουβιασταί συνανταγωνίζομαι συνανταίρω συναντάω συναντέλλω συναντέω συναντή συνάντημα συνάντησις συναντιάζω συναντιβάλλω συναντίζω συναντίθεσις συναντιλαμβάνομαι συναντιμεσουρανέω συνάντισμα συναντλέω συνάντομαι συνανύτω συνανύω συνάξιμος συναξιόω σύναξις συναοιδία συναοιδός συναορέω συναοριστέομαι συνάορος συναπάγω συναπαθανατίζω συναπαιδευτέω συναπαίρω συναπαιτέω συναπαντάω συναπαρτίζω συναπαρτισμός συνάπας συναπατάω συναπαυγάζομαι συναπαυξίφως συναπειλέω συνάπειμι συναπειπεῖν συναπεῖπον συναπείργω συναπεκδύω συναπελαύνω συναπελαφρύνω συναπελευθερική συναπελεύθερος συναπεμπολάω συναπεργάζομαι συναπερείδω συναπέρχομαι συναπερῶ συναπευθύνω συναπεχθάνομαι συναπέχω συναπηχέω συναπίσταμαι συναπίστημι συναπλόω συναποβαίνω συναποβάλλω συναποβιάζομαι συναποβλέπω συναποβρέχω συναπογεννάω συναπογίγνομαι συναπογραπτέον συναπογράφομαι συναπογυμνόομαι συναπογυμνόω συναποδείκνυμι συναποδεικτέον συναπόδειξις συναποδέρω συναποδέχομαι συναποδημέω συναπόδημοι συναπόδημος Συναπόδημος συναποδιδράσκω συναποδίδωμι συναποδοκιμάζω συναποδοκιμαστέον συναποδύομαι συναποδύρομαι συναποδύω συναποθέλγομαι συναποθεόω συναποθλάω συναποθλίβω συναποθνήσκω συναποθνῄσκω συναποικέω συναποικίζω συναποίσω συναποίχομαι συναποκαθαίρομαι συναποκαθαίρω συναποκαθίστημι συναποκαλέω συναποκαλύπτω συναποκάμνω συναποκατάστασις συναπόκειμαι συναποκείρω συναποκινδυνεύω συναποκλείω συναποκληρόω συναποκλίνω συναποκλύζω συναποκομίζω συναποκόπτω συναποκρίνομαι συναποκρίνω συναποκρύπτω συναποκτείνω συναποκτίννυμι συναποκυέω συναποκυλίνδω συναπολαμβάνω συναπολάμπω συναπόλαυσις συναπολαύω συναπολείπω συναπολήγω συναπολιθόω συναπόλλυμι συναπολογέομαι συναπολύω συναπομαλάσσω συναπομαλάττω συναπομαραίνομαι συναπομαραίνω συναπομειόω συναπονεύω συναπονίναμαι συναπονοέομαι συναποξύω συναποπαύομαι συναποπέμπω συναποπίπτω συναποπλέω συναποπτύω συναπορέω συναπορρέω συναπορρήγνυμι συναπορριπτέω συναπορρίπτω συναπορρύπτομαι συναποσβέννυμι συναποσεμνύνω συναποσπάω συναποστάζω συναποστάτης συναποστέλλω συναποστενόω συναποστερέω συναποσύρω συναποσφίγγω συναποτείνω συναποτελέω συναποτέμνω συναποτερματίζομαι συναποτερματίζω συναποτεφρόω συναποτίθεμαι συναποτίθημι συναποτίκτω συναποτίλλω συναποτίνω συναποτρέπω συναποτρέχω συναποτροχάζω συναποφαίνομαι συναποφαίνω συναπόφασις συναποφάσκω συναποφέρω συναπόφημι συναποφθίνω συναποφύομαι συναποφύω συναποχέω συναποχράομαι συναποχωρέω συναπτέον συναπτικός συναπτός συνάπτω συναπωθέω συνᾶραι συναραρίσκω συναράσσω συναράττω συναραχνόομαι συναρέσκω συναρήγω συνάρηρα συναρθμέω συναρθμίζω συνάρθμιος συναρθμόομαι συναρθμόω συναρθρόομαι σύναρθρος συναρθρόω συνάρθρωσις συναριθμέω συναρίθμησις συναριθμητέον συναρίθμιος συνάριθμος συναριστάω συναριστεύω συνάριστος συναρκέομαι συναρμογή συναρμόζω συναρμολογέω συναρμονιάω σύναρμος συνάρμοσις συναρμοστέον συναρμοστέος συναρμοστέω συναρμοστής συναρμοστία συναρμοστικός συναρμοττόντως συναρμόττω συναροτριάω συναρπαγή συναρπάζω συναρρωστέω σύναρσις συναρτάω συνάρτησις συναρτίζω συναρτύνω συναρτύω συναρχαιρεσιάζω συναρχία Συναρχία συναρχιεράομαι συναρχίνη συναρχίς συναρχομένως σύναρχος Σύναρχος συναρχοστατέομαι συνάρχω Συνάρχων συνάρω συναρωγός συνασβολόω συνασεβέω συνασελγαίνω συνασθενέω συνασκέω συνάσκησις συνασμενίζω συνασμενισμός συνασοφέω συνασπάζομαι συνασπιδόω συνασπίζω συνασπισμός συνασπιστής συνασπιστική συνασταχύω συνάστερος συναστραγαλίζω συναστράπτω συναστρέω συναστρία συνασφαλίζομαι συνασχαλάω συνασχάλλω συνασχημονέω συνασχολέομαι συνασχολέω συνασώματος συνατενίζω συνατιμάζω συνατιμάομαι συνατιμόομαι συνατιμόω συνατιτάλλω συνατμίζομαι συνατμίζω συνατονέω συνατροφέω συνατυχέω συνατυχής συναυαίνω συναυαρεστέω συναυγάζω συναυγασμός συναύγεια συναυδάω συναυλέω συναυλία συναυλιασμός συναυλίζομαι συναυλίζω συναυλισμός σύναυλος συναυξάνω συναύξημα συναύξησις συναυξομειόομαι συναύξω συναυχμέω συναφαιρέω συναφανίζομαι συναφανίζω συνάφεια συνάφεσις συναφεψέω συναφέψω συναφή συναφηβάω συναφής συναφιδρύομαι συναφίημι συναφικνέομαι συναφιστάνω συναφίστημι συναφομοιόω συναφορίζω συναφυπνίζομαι συναχθῆναι συνάχθομαι συνάχνυμαι συνάχρονος συναχυρηγέω σύναψις συνάωρ συνβετρανός συνδαΐζω συνδαίνυμαι συνδαίνυμι Συνδαῖος συνδαιταλεύς συνδαίτης σύνδαιτις συνδαίτωρ συνδαίω συνδάκνω συνδακρύω συνδαμάω συνδαμιοργός συνδάμναμαι συνδάμνημι συνδανείζομαι συνδαπανάω συνδασύνω συνδαυχναφόρος συνδεαίνω συνδεδεμένως συνδέδια συνδέδοικα συνδείδω συνδείκνυμαι συνδεινόω συνδειπνέω συνδείπνιον σύνδειπνον σύνδειπνος συνδεκαδίζω συνδεκάζω συνδεκατεύω συνδενδρία συνδενδρόομαι σύνδενδρος συνδέομαι σύνδερμον σύνδερμος σύνδεσις σύνδεσμα συνδεσμεύω συνδεσμέω συνδεσμικός συνδέσμιος συνδεσμοειδής σύνδεσμος συνδεσμώτης συνδεσποτεία συνδεσποτεύω συνδετέος συνδέτης συνδετικός σύνδετος συνδεύω συνδέχομαι συνδέω σύνδηλος συνδηλόω συνδημαγωγέω συνδημιουργέω συνδημιουργός συνδημότης συνδῃόω συνδιαβαίνω συνδιαβάλλω συνδιαβαπτίζομαι συνδιαβαστάζω συνδιαβιβάζω συνδιαβρέχω συνδιαγίγνομαι συνδιαγιγνώσκω συνδιαγνωμονέω συνδιαγράφω συνδιάγω συνδιαγωγή συνδιαδέχομαι συνδιαδίδωμι συνδιαζάω συνδιαζώννυμι συνδιαθερμαίνω συνδιάθεσις συνδιαθέω συνδιαιρέω συνδιαίρω συνδιαιτάομαι συνδιαιτάω συνδιαίτημα συνδιαίτησις συνδιαιτητής συνδίαιτος συνδιαιωνίζω συνδιακαίω συνδιάκειμαι συνδιακινδυνεύω συνδιακομίζω συνδιακονέω συνδιάκονος συνδιακόπτω συνδιακοσμέω συνδιακρίνω συνδιακτορέω συνδιάκτορος συνδιακυβερνάω συνδιαλαμβάνω συνδιαλάμπω συνδιαλέγομαι συνδιάληψις συνδιαλλαγή συνδιαλλάσσω συνδιαλλάττω συνδιαλυμαίνομαι συνδιαλύω συνδιαμαρτάνω συνδιαμάχομαι συνδιαμένω συνδιαμνημονεύω συνδιανέμω συνδιανεύω συνδιανήχομαι συνδιανοέομαι συνδιανυκτερεύω συνδιαπεραίνω συνδιαπεραιόω συνδιαπέτομαι συνδιαπήγνυμαι συνδιαπήγνυμι συνδιαπίπτω συνδιαπλάσσω συνδιαπλέκω συνδιαπλέω συνδιαπληκτίζομαι συνδιαπνέω συνδιαπολεμέω συνδιαπονέω συνδιαπορέω συνδιαπορθμεύομαι συνδιαπράσσω συνδιαπράττω συνδιαρθρόω συνδιαρκέω συνδιαρράπτω συνδιαρρέω συνδιαρρήγνυμι συνδιασείω συνδιασήπω συνδιασκέπτομαι συνδιασκοπέω συνδιασπάω συνδιαστέλλω συνδιαστρέφω συνδιασύρω συνδιασχίζω συνδιασῴζω συνδιαταλαιπωρέω συνδιαταράσσω συνδιαταράττω συνδιατείνω συνδιατελέω συνδιατηρέω συνδιατίθημι συνδιατρέπομαι συνδιατρέπω συνδιατρέφω συνδιατριβή συνδιατρίβω συνδιατριπτέον συνδιαττάω συνδιατυπόω συνδιαφαίνομαι συνδιαφέρω συνδιαφεύγω συνδιαφθείρω συνδιαφθορά συνδιαφορέω συνδιαφόρως συνδιαφυλάσσω συνδιαφυλάττω συνδιαχειμάζω συνδιαχειρίζω συνδιαχέω συνδιδάσκω συνδίδωμι συνδιεγείρομαι συνδιεκβάλλω συνδιεκκύπτω συνδιεκπίπτω συνδιελαύνω συνδιέξειμι συνδιεξίημι συνδιέπω συνδιερευνάομαι συνδιερευνάω συνδιέρχομαι συνδιηθέομαι συνδιηθέω συνδιημέρευσις συνδιημερεύω συνδιΐσταμαι συνδιΐστημι συνδικάζω συνδικασία συνδικαστής συνδικέω συνδίκη συνδικία σύνδικος Σύνδικος συνδίκως συνδιογκόομαι συνδιοικέω συνδιοικονομέω συνδιόλλυμι συνδιοράω συνδιορθόω συνδιορίζομαι συνδιορίζω συνδιπλόω συνδισκεύω συνδιυλίζω σύνδιφρα συνδιψάω συνδιωκομένως συνδιώκω συνδίωξις συνδοιάζω συνδοιασμός συνδοκέω συνδοκιμάζω συνδοκτικόν συνδολοπλοκέω συνδονέω συνδοξάζω συνδόξαν συνδοξολογέω σύνδορπος συνδορυφορέω συνδορυφόρος Σύνδος σύνδοσις συνδοτήρ συνδοτικός συνδουλαγωγέω συνδουλεία συνδουλεύω συνδούλη συνδουλικός συνδουλογραφέω σύνδουλος συνδραμεῖν συνδράσσω συνδράω συνδρήστειρα συνδρηστήρ συνδρομάς συνδρομή σύνδρομος Σύνδρομος συνδρόμως συνδρωπακίζω συνδυάζω συνδυαίνω συνδυάς συνδυασμός συνδυαστικός συνδυναστεύω συνδύνω σύνδυο συνδύομαι συνδυστυχέω συνδυστυχής συνδυσχεραίνω συνδύω συνδώδεκα συνδωρέομαι συνεαρίζω συνεγγίζω συνεγγισμός συνέγγιστα συνεγγράφω συνεγγυάω συνεγγύη σύνεγγυς Συνέγδημος συνεγείρω συνεγκαίω συνεγκαλέω συνεγκηδεύω συνεγκλείω συνεγκλίνω συνεγκλιτικός συνεγκωμιάζω συνεγχυλίζω συνέδρα συνεδρεία συνεδρευτής συνεδρεύω συνεδρία συνεδριάζω συνεδριακός συνεδριάομαι συνέδριον συνεδρίτης σύνεδρος συνεείκοσι συνεέργαθον συνεεργάθω συνεέργω συνεέρραισα συνεζευγμένως συνέζευξα συνεζήτουν συνέζομαι συνέηκα συνεθέλω συνεθίζω συνεθισμός συνεθιστέον συνειδέναι συνείδησις συνειδήσω συνεῖδον συνειδοποιέομαι συνείδω συνειδώς συνείδω, σύνοιδα συνεῖεν συνεικάζω συνείκανα συνείκοσι συνείκοσι* συνείκω συνειλαπινάζω συνείλας συνείλεγμαι συνειλέω συνειλημμένως συνείλησις συνείληφα συνείληχα συνειλίσσω συνείλκυσα συνείλκω συνείλλω συνείλοχα συνειλύω συνείμαρμαι συνειμαρμένα συνείμαρται σύνειμι σύνειξις συνείπασθαι συνειπόμην συνεῖπον συνειργάθω συνείργνυμι συνειργνύω συνείργω συνείρηκα συνειρμός συνειρύω συνείρω συνείς συνεισάγω συνεισακτέον συνείσακτος συνεισάλλομαι συνεισβαίνω συνεισβάλλω συνεισβολή συνεισδίδωμι συνεισδύνω συνεισδύομαι συνεισδύω συνείσειμι συνεισελαύνω συνεισένεξις συνεισέρχομαι συνεισευπορέω συνεισηγέομαι συνεισθρῴσκω συνεισκατοικέω συνεισκομίζω συνεισκρίνομαι συνεισκρίνω συνείσομαι συνεισπέμπω συνεισπηδάω συνεισπίπτω συνεισπλέω συνεισποιέω συνεισπορεύομαι συνεισπράσσω συνεισπράττω συνεισρέω συνειστρέχω συνεισφέρω συνεισφορά συνεισφορέω συνείσφορος συνεισφρέω συνεκβαίνω συνεκβάλλω συνεκβιβάζω συνεκβιόω συνεκβλύζω συνεκβοάω συνεκβοηθέω συνεκβόσκομαι συνεκβράσσω συνεκδαπανάω συνεκδέχομαι συνεκδημέω συνεκδημητικός συνεκδημία συνέκδημος Συνέκδημος συνεκδιαφορέομαι συνεκδιδάσκω συνεκδίδωμι συνέκδικος συνέκδοτος συνεκδοχή συνεκδοχικός συνεκδοχικῶς συνεκδρομή συνεκδρομικῶς συνεκδύνω συνεκδύομαι συνεκδύω συνεκζέω συνεκθειάζω συνεκθερμαίνω συνεκθέω συνεκθηλύνω συνεκθλίβω συνεκθνῄσκω συνεκκαίδεκα συνεκκαίω συνεκκαλέομαι συνεκκαλέω συνεκκάμνω συνέκκειμαι συνεκκενόω συνεκκεντέω συνεκκλέπτω συνεκκλησιάζω συνεκκλησιαστής συνεκκλίνω συνεκκλιτικός συνεκκλύζω συνεκκολυμβάω συνεκκομίζω συνεκκόπτω συνεκκρίνω συνεκκρούομαι συνεκκρούω συνεκλαλέω συνεκλαμβάνω συνεκλάμπω συνεκλαόω συνεκλεαίνω συνεκλέγομαι συνεκλέγω συνεκλειόω συνεκλείπω συνεκλεκτός συνεκλέπω συνεκλύω συνεκμαλάσσω συνεκμαρτυρέω συνεκμαχέω συνεκμοχλεύω συνεκνήχομαι συνεκπέμπω συνεκπεπαίνομαι συνεκπεπαίνω συνεκπέπτω συνεκπεράω συνεκπέσσω συνεκπέττω συνεκπηδάω συνεκπιαστέον συνεκπιέζω συνεκπιεστέον συνεκπικραίνομαι συνεκπικραίνω συνεκπίμπρημι συνεκπίνω συνεκπίπτω συνεκπλέω συνεκπληρόω συνεκπλήσσω συνεκπλήττω συνεκπλώω συνεκπνέω συνεκποιέομαι συνεκποιέω συνεκπολεμέω συνεκπολεμόω συνεκπονέω συνεκπονητέον συνεκπορεύομαι συνεκπορέω συνεκπορίζω συνεκποτέα συνεκποτέος συνεκπράσσομαι συνεκπράσσω συνεκπράττω συνεκπρήσσομαι συνεκπρήσσω συνεκπτύω συνέκπτωμα συνεκπυρόω συνεκραίνω συνεκρέω συνεκριζόω συνεκροφέω συνεκσάττω* συνεκστρατεύω συνεκσῴζω συνεκτανύω συνεκταπεινόω συνεκταράσσω συνεκταράττω συνεκτάσσω συνεκτάττω συνεκτείνω συνεκτελέω συνεκτέμνω συνεκτέον συνεκτέος συνεκτήκω συνεκτίθημι συνεκτιθηνέομαι συνεκτιθηνεύω συνεκτιθηνέω συνεκτικός συνεκτίκτω συνεκτικῶς συνεκτιννύω συνεκτίνυμι συνεκτινύω συνεκτίνω συνεκτοκίζω συνεκτομή συνεκτραχηλίζομαι συνεκτραχύνομαι συνεκτραχύνω συνεκτρέπομαι συνεκτρέφω συνεκτρέχω συνεκτρίβω συνέκτροφος συνεκτροχάζω συνεκφαίνω συνεκφαντικός συνεκφέρω συνεκφεύγω συνεκφλεγμαίνω συνεκφλογόομαι συνεκφοιτάω συνεκφορά συνεκφορέω συνεκφρύγω συνεκφύομαι συνεκφωνέω συνεκφώνησις συνεκφωτίζω συνεκχέω συνεκχυλίζω συνεκχυμόω συνέλασις συνελαττόω συνελαύνω συνελαφρίζω συνελέγχω συνελεῖν σύνελεν συνελεουρέω συνελευθερόω συνέλευσις συνελευστικός συνεληλυθότως συνέλιξις συνελίσσω συνελίττω συνελκόω συνελκυστέον συνελκύω συνέλκω συνέλον συνελπίζω συνελών συνεμβαίνω συνεμβάλλω συνεμβιβάζω συνεμβλητέον συνεμβλητέος συνεμβολή συνέμεν συνεμέω συνεμπάσσω συνεμπάττω συνεμπίπρημι συνεμπίπτω συνεμπλέκω συνεμπνέω συνεμπορεύομαι συνέμπορος συνέμπτωσις συνεμπυρίζω συνεμφαίνω συνεμφανίζω συνέμφασις συνεμφέρω συνεμφύρομαι συνεμφύω συνεναντίον συνενδείκνυμαι συνενδείκνυμι συνενδεκατίζω συνένδησις συνενδιάω συνενδίδωμι συνένδοσις συνενδύομαι συνενδύω συνενείκομαι συνένειμι συνενεργέω συνενεργής συνενεχυράζω συνενθάπτω συνενθουσιάζω συνενθουσιάω συνενίζω συνεννέπω συνεννοέω συνεννοητέον συνενοχλέω συνενόω συνέντασις συνεντάσσω συνενταφή συνεντείνω συνέντευξις συνέντης σύνεξ συνεξάγω συνεξαιθερόω συνεξαιθριάζω συνεξαιματόω συνεξαιρέω συνεξαίρω συνεξακολουθέω συνεξακολούθησις συνεξακοντίζομαι συνεξακοντίζω συνεξακούω συνεξαλαπάζω συνεξαλείφω συνεξαλλάσσω συνεξαλλάττω συνεξαλλοιόω συνεξάλλομαι συνεξαμαρτάνω συνεξαμείβω συνεξαμιλλάομαι συνεξαναλίσκομαι συνεξαναλίσκω συνεξαναπληρόω συνεξανθέω συνεξανίεμαι συνεξανίστημι συνεξανοίγω συνεξαντλέω συνεξανύτω συνεξανύω συνεξαπατάω συνεξαποστέλλω συνεξάπτω συνεξαριθμέω συνεξαρκέω συνεξάρχω συνεξατμίζω συνεξατονέω συνεξαυαίνω συνεξεγείρομαι συνεξεγείρω συνέξειμι συνεξελαύνω συνεξελεύθερος συνεξελίσσω συνεξελίττομαι συνεξελίττω συνεξέλκομαι συνεξελκύω συνεξέλκω συνεξεμέω συνεξεργάζομαι συνεξερεύθω συνεξερευνάομαι συνεξερευνάω συνεξερύω συνεξέρχομαι συνεξεσμένος συνεξετάζω συνεξεταστής συνεξευπορέω συνεξευπορίζω συνεξευρίσκω συνεξεύχομαι συνεξηγέομαι συνεξημερόομαι συνεξηχέω συνεξιάομαι συνεξιδρόω συνεξικμάζω συνεξικνέομαι συνεξιππάζομαι συνεξισάζω συνεξισόω συνεξίσταμαι συνεξισχύω συνεξιχνεύω συνεξοδεύω συνεξόζω συνεξοιδέω συνεξοικονομέω συνεξοκέλλω συνεξολισθαίνω συνεξολισθάνω συνεξόμνυμαι συνεξομοιόομαι συνεξομοιόω συνεξομοίωσις συνεξοπλίζω συνεξορθιάζω συνεξορίζω συνεξορμάω συνεξορούω συνεξορύσσω συνεξορύττω συνεξορχέομαι συνεξοστρακίζω συνεξοτρύνω συνεξουρέω συνεξούσιος συνεξυγραίνω συνεξυμνέω συνεξωθέω συνεξωραΐζω συνεόργισις συνέορσις συνεορτάζω συνεορταστής συνεοχμός συνεπάγω συνεπαγωνίζομαι συνεπᾴδω συνεπαείδω συνεπαινέτης συνεπαινέω συνέπαινος συνεπαίρω συνεπαισθάνομαι συνεπαίσθησις συνεπαιτιάομαι συνεπαιωρέομαι συνεπακολουθέω συνεπακτήρ συνεπαλαλάζω συνεπαμύνω συνεπανέρχομαι συνεπανήκω συνεπανίσταμαι συνεπανίστημι συνεπανορθόω συνεπαπερείδω συνεπάπτομαι συνεπαρήγω συνεπαρτιμένος συνεπασκέω συνεπαυξάνω συνεπαύξω συνεπαφίημι συνεπεγείρω συνέπεια συνεπείγω συνεπεῖδον συνέπειμι συνέπειξις συνεπείσειμι συνεπεισκυκλέω συνεπεισπίπτω συνεπεισρέω συνεπεισφέρομαι συνεπεισφέρω συνεπεκπίνω συνεπεκτείνω συνεπεκφαίνομαι συνεπελαφρίζω συνεπελαφρύνω συνεπεμβαίνω συνεπεμφαίνω συνεπεξεργάζομαι συνεπεργάζομαι συνεπερείδω συνεπερίζω συνεπέρχομαι συνεπεσπόμην συνεπευδοκέω συνεπευθύνω συνεπευφημέω συνεπεύχομαι συνεπέχω συνεπηχέω συνεπιβαίνω συνεπιβάλλω συνεπιβάτης συνεπιβλάπτομαι συνεπιβλάπτω συνεπιβλέπω συνεπιβοηθέω συνεπιβουλεύω συνεπίβουλος συνεπιγαυρόω συνεπιγελάω συνεπιγίγνομαι συνεπιγνώμων συνεπιγραφεύς συνεπιγραφή συνεπιγράφω συνεπιδείκνυμι συνεπιδεσμέω συνεπιδέω συνεπιδημέω συνεπιδίδωμι συνεπιδράσσομαι συνεπιδράττομαι συνεπιζεύγνυμαι συνεπιζεύγνυμι συνεπιζητέω συνεπιθειάζω συνεπίθεσις συνεπιθέτης συνεπιθεωρέω συνεπιθήγω συνεπιθλίβω συνεπιθορυβέω συνεπιθρηνέω συνεπιθρήνησις συνεπίθρυψις συνεπιθυμέω συνεπιθυμητής συνεπιθωΰσσω συνεπικάθημαι συνεπικαίω συνεπικαλέομαι συνεπίκειμαι συνεπικελεύω συνεπικεράννυμι συνεπικιρνάω συνεπικλάω συνεπικλίνω συνεπικλύζομαι συνεπικόπτω συνεπικοσμέω Συνεπικούρειοι συνεπικούρειος συνεπικουρέω συνεπικουφίζω συνεπικραδαίνω συνεπικρατέω συνεπικρίνω συνεπικροτέω συνεπικρύπτω συνεπικυρόω συνεπικωμάζω συνεπιλαμβάνομαι συνεπιλαμβάνω συνεπιλαμπρύνω συνεπιλάμπω συνεπιλέγομαι συνεπιλέγω συνεπιλείπω συνεπιλεκτέον συνεπιλογίζομαι συνεπιλογιστέον συνεπιλύομαι συνεπιμαρτυρέω συνεπιμαρτύρησις συνεπιμείγνυμι συνεπιμειδιάω συνεπιμελέομαι συνεπιμελητής συνεπιμέλομαι συνεπιμερίζω συνεπιμεριστέον συνεπιμετρέω συνεπιμίγνυμι συνεπινεύω συνεπινήχομαι συνεπινοέω συνεπινοητέον συνεπιορκέω συνεπιπάσχω συνεπιπλέκω συνεπιπλέω συνεπιπλοκή συνεπιπονέω συνεπιπορεύομαι συνεπιρρέπω συνεπιρρέω συνεπιρρώννυμι συνεπισημαίνομαι συνεπισημαίνω συνεπισκεπτέον συνεπισκέπτομαι συνεπισκέπω συνεπισκευάζω συνεπισκοπέω συνεπίσκοπος συνεπισκυθρωπάζω συνεπισπάω συνεπισπεύδω συνεπίσταμαι συνεπίστασις συνεπιστατέω συνεπιστέλλω συνεπιστενάζω συνεπιστένω συνεπιστήμων συνεπιστρατεύω συνεπιστρέφω συνεπίστροφος συνεπισυκοφαντέω συνεπισύρομαι συνεπισφάζω συνεπισφραγίζω συνεπισχύω συνεπίτασις συνεπιταχύνω συνεπιτείνω συνεπιτελέω συνεπιτέλλω συνεπιτέμνω συνεπιτίθημι συνεπιτιμάω συνεπιτρέπω συνεπιτρέχω συνεπιτρίβω συνεπιτροπεύω συνεπίτροπος συνεπιτροχάζομαι συνεπιτροχάζω συνεπιτυφόω συνεπιφαίνομαι συνεπιφαίνω συνεπιφάσκω συνεπιφέρω συνεπιφεύγω συνεπίφημι συνεπιφθέγγομαι συνεπιφορτίζω συνεπιφύομαι συνεπιφωνέω συνεπιχειρέω συνεπιχειρονομέω συνεπιχωρέω συνεπιχωριάζω συνεπιψεύδομαι συνεπιψηφίζω συνεποικοδομέω συνεποκέλλω συνέπομαι συνεπόμνυμι συνεποπτεύω συνεποτρύνω συνεπουλόομαι συνεπούλωσις συνεπουρίζω συνεπτυγμένως συνεπῳάζω συνεπωθέω συνέραμαι συνερανίζω συνερανισμός συνερανιστής συνερανιστός συνεραστής Συνεράστης συνεράω συνεργάζομαι συνεργάθω συνεργασία συνεργαστής συνεργάτης συνεργατίνης συνεργάτις συνέργεια συνέργειον συνεργεπιστατέω συνεργέτης συνεργέω συνέργημα συνεργής συνεργητέον συνεργήτης συνεργητικός συνεργία συνέργιον συνεργολάβος σύνεργον συνεργοπονέω συνεργός Σύνεργος συνέργω συνέρδω συνερείδω συνερείπω συνέρεισις συνερειστικός συνερέσθαι συνερέσσω συνερέτης συνερέω συνέρημα συνερίζω συνέριθος συνερκτικός συνερμαϊσταί συνερμηνεύω σύνερξις συνέρομαι Συνεροῦσα συνερπύζω συνέρπω συνέρραισα συνέρρουν συνέρρωγα συνερτικός συνερύω συνέρχομαι συνερῶ συνέρωμα Συνέρως Συνερῶσα συνερωτάω συνερώτησις συνερωτητέον Συνερωτίς σύνες συνεσδαμέω συνέσευε συνεσθίω Συνέσιος σύνεσις Σύνεσις συνεσκευασμένως συνεσκιασμένως συνεσπειραμένως συνεσπουδασμένως συνεσσάδδω συνεσταλμένως συνεστέον συνεστεώς συνεστηκότως συνεστηκώς συνέστην συνέστησα συνεστιάζω συνεστίασις συνεστιάτωρ συνεστιάω συνεστίη συνέστιος συνεστραμμένως συνεστώ Συνεσώ Συνέτα συνεταιρέω συνεταιρίζομαι συνεταιρίζω συνεταιρίς συνέταιρος σύνετε συνετέω Συνέτη συνέτης συνετίζω συνετόβουλος Σύνετον συνετός Σύνετος συνετυμολογέω συνετῶς συνεύαδε συνεύαδον συνευαρεστέομαι συνευαρεστέω συνευαστήρ συνευδαιμονέω συνευδοκέω συνευδόκησις συνεύδω συνευεργετέω συνευημερέω συνευθυμέομαι συνευθύνω συνευκαιρέω συνευκοσμέω συνευνάζω συνευνάομαι συνευναστήρια συνευνάω συνευνετέω συνευνέτης συνευνέτις συνεύνιος συνευνίς συνευνοέομαι συνευνομέομαι συνευνομιῶται σύνευνος συνευπαίδευτος συνευπάσχω συνευπορέω συνευρίσκω συνευρύνω συνευσεβέω συνευσχημονέω συνευτελίζω συνευτονέω συνευτροφέω συνευτυχέω συνευφημέω συνευφράζομαι συνευφραίνομαι συνευχή συνεύχομαι συνευωχέομαι συνευωχέω συνευωχητής συνεφαιρέομαι συνεφάλλομαι συνεφάπτομαι συνεφαρμόζω συνεφαρμόττω συνεφεδρεύω συνεφειάζω συνεφελκύω συνεφέλκω συνεφέπομαι συνεφευρίσκω συνεφηβεύω συνεφηβία συνέφηβος Συνέφηβος συνεφίαζεν συνεφιζάνω συνεφίημι συνεφιστάνω συνεφίστημι συνεφοδιάζω συνεφομοιόω συνεφοράω συνεφορεύω συνεφορμάω συνέφορος συνέχεια συνεχέως Συνέχη συνεχής συνεχθαίρω συνεχθραίνω συνέχθω συνεχίζω συνεχισμός συνεχόντως συνέχω συνεχῶς συνεψέω συνέψημα συνεψητέον συνεψιάω συνέψω συνηβάω συνηβολέω συνηβολία συνηβολίη σύνηβος συνηβώοντας συνηγεμονικός συνηγέομαι συνηγμένως συνηγορέω συνηγόρημα συνηγορητέον συνηγορία συνηγορικός συνήγορος συνῃδέατε συνῄδειν συνήδομαι συνηδύνω συνήθεια Συνήθεια Συνήθειος συνηθέομαι συνηθέω συνήθης Συνήθης συνηθία Συνήθιος συνηθῶς συνηκολουθηκότως συνήκοος συνήκω συνηλικία συνηλικιώτης συνήλικος συνῆλιξ συνηλοίησα συνηλόω σύνηλυς συνηλυσία συνηλυσίη συνήλυσις συνήλωσις συνημέρευσις συνημερευτής συνημερεύω συνημερόομαι συνημερόω συνημμένως συνημοσύνη συνήμων Συνήμων συνήνεμος συνηνιοχέω Συνήνιτος συνηνωμένως συνήορος συνηπειρώτης συνηπεροπεύω συνηρεμέω συνηρετέω συνηρέτης συνηρετμέω συνηρέφεια συνηρεφέω συνηρεφής συνηρεφία συνῃρημένως συνήρης συνήριθμος συνηρμοσμένως συνηρτημένως συνήρτυες συνήσθησις σύνησις συνησκημένως συνησσάομαι συνησυχάζω συνῆτε συνηττάομαι συνηχέω συνήχησις συνήωρ συνθακέω σύνθακος συνθαλαμεύομαι συνθαλπτέον συνθάλπω συνθαμβέω συνθάπτω συνθαυμάζω συνθεάζω συνθεάομαι συνθεατής συνθεάτρια συνθεΐα συνθειάζω συνθέλω σύνθεμα σύνθεο συνθεολογέω συνθεραπαινίς συνθεραπεύω συνθερίζω συνθερμαίνω συνθερμαντικός συνθεσία συνθεσίδιον σύνθεσις συνθετέον συνθετέος συνθέτης συνθετίζομαι συνθετίζω συνθετικός συνθετικῶς συνθετισμός σύνθετο συνθετός σύνθετος συνθέτως συνθέω συνθεωρέω συνθεώρημα συνθεωρητέον συνθεώρητος συνθέωρος συνθήγω συνθήκη συνθηκογράφος συνθηκοποιέομαι συνθηκοφύλαξ σύνθημα Σύνθημα συνθηματιαῖος συνθηματίζω συνθηματικός συνθηματικῶς συνθημάτιον συνθηματώδης συνθηρατής συνθηράω συνθηρευτής συνθηρεύω σύνθηρος συνθητεύω συνθιασεύω συνθιασιτεύω συνθιασίτης συνθιασώτης συνθιγγάνω συνθλασμός συνθλάσσω συνθλαστέον συνθλάω συνθλίβω σύνθλιψις συνθνῄσκω συνθοινάτωρ σύνθοινος συνθολόω συνθόλωσις συνθορυβέω συνθρανόομαι συνθρανόω σύνθραυσις συνθραύω συνθρηνέω συνθρηνήτρια σύνθρηνος συνθρησκευτής συνθρησκεύω συνθριαμβεύω συνθρίζω Συνθρίων συνθρόησις συνθρονίζω σύνθρονος σύνθροος συνθρυλλέω συνθρύπτω συνθρῴσκω συνθυμέω συνθυμόομαι συνθύξω συνθυραυλέω συνθυσία συνθυσιάζω συνθυσιαστής συνθύτης συνθύω συνθωκέω σύνθωκος συνιαίνω συνιατρεύω συνιγγύα συνιδεῖν συνιδιάζω συνιδρόω συνιδρύω συνίδρωσις συνιεῖ συνίει συνιεῖν συνιείς συνιέμεν συνιέναι συνιεράομαι συνιερατεύω συνιέρεια συνιερεύς συνιερεύω συνιεριτεύω συνιερομνάμων συνιεροποιέω συνιεροποιός συνίερος συνιερουργέω συνιζάνω συνίζησις συνίζω συνίημι συνικετεύω συνικμάζομαι συνικμάζω συνικνέομαι συνίκω συνίλλω συνίμεν συνιπόω συνιππάζομαι συνίππαρχος συνιππεύς συνίππευσις συνιππεύω συνιππία Συνιππίδας σύνιππος συνίπταμαι συνίρνα Σύνις σύνισαν συνισθμίζω συνισόομαι συνίσσεις συνιστάνω συνιστάω συνίστημι συνίστημι, συνιστάω συνιστίη συνιστορέω συνίστωρ Συνίστωρ συνισχάνω συνισχναίνω συνισχυρίζω συνισχύω συνίσχω συνιτικός συνιχνεύω συνίω συνιών Σύνναδα σύνναιος συνναίω Συνναίων σύνναος συννάσσω συνναυαγέω συνναυβάτης συνναύκληρος συνναυμαχέω συνναυσθλόομαι συνναυσθλόω συνναυστολέω συνναύτης συννεάζω συννεανιεύομαι συννεκρόω συννέκρωσις συννέμησις συννέμω συννενέαται σύννευμα συννεύρωσις σύννευσις συννεύω συννέφεια συννέφελος συννεφέω συννεφής συννεφία σύννεφος συννεφόω συννέφω συννεχές συννέω συννεωτερίζω συννηέω συννήθω συννηπιάζω σύννησις συννηστεύω συννήχομαι συννήω συννικάω συννοέω συννοητέος συννοητικός συννοητός σύννοια συννοισία συννομέομαι συννομεύς συννομή συννομίζω συννομικός συννομοθετέω συννομοθέτης συννόμος σύννομος Σύννομος σύννοος συννοσέω σύννους Συννοῶν συννυκτερεύω συννυμφεύομαι συννυμφοκόμος σύννυμφος συννυμφοστολέω Συννών συνογκάομαι συνογκόομαι συνογκόω συνόδαμος συνόδευσις συνοδευτής συνοδεύω συνοδηγός συνοδία Συνοδία συνοδιάζω συνοδιάρχης συνοδιαρχία συνοδικός συνόδιον Συνόδιος συνοδίτης συνοδοιπορέω συνοδοιπορία συνοδοιπόρος συνοδοντίς συνοδοντῖτις συνοδοπανσέληνος σύνοδος Σύνοδος συνόδους συνοδυνάομαι συνοδυνάω συνοδύρομαι συνόδων συνόζω σύνοιδα συνοιδάω συνοιδέω συνοίδησις συνοικειόω συνοικείωσις συνοικεσία συνοικέσιον συνοικέτης συνοικέω συνοίκημα συνοίκησις συνοικητήρ συνοικητής συνοικήτωρ συνοικία συνοίκια συνοικιάζω συνοικίδιον συνοικίζω Συνοίκιος συνοικισία συνοικίσιον συνοίκισις συνοικισμός συνοικιστήρ συνοικιστής συνοικοδεσποτεία συνοικοδεσποτέω συνοικοδεσπότης συνοικοδεσποτία συνοικοδομέω συνοικονομέω σύνοικος συνοικουρέω συνοικουρία συνοικουρός συνοίκουρος συνοικτίζω συνοίμιος συνοιμώζω συνοινοχοεύω συνοίομαι συνοίσειν σύνοισις συνοιστός συνοίσω συνοίχομαι συνοκλάζω συνόκτω συνοκωχή συνοκωχότε συνολισθαίνω συνολισθάνω συνολκή συνολκόομαι σύνολκος συνόλλυμι συνολμοκοπέω συνολολύζω σύνολος συνολοφύρομαι συνόλως συνόμαιμος συνομαίμων συνομαλίζω συνομᾶλιξ συνομαλύνω συνομαρτέω συνομβρίζει συνομβρίζω σύνομβρος συνομέστιος συνόμευνος συνομήθης συνομῆλιξ συνομηρεύω συνομήρης συνομιλέω συνομιλητής συνομιλήτρια συνομιλία συνόμιλος συνόμνυμι συνομνύω συνομοδίτης συνομοζωνία συνομοιόομαι συνομοιοπαθέω συνομοιόω συνομοίωμα συνομολογέω συνομολογητέον συνομολογία συνομολόγος συνομόλογος συνομονοέω συνομόνοια συνομοπαθέω συνομόπλοος συνομορέω συνόμορος συνομοσία συνομοταγέω συνομόψηφος συνομωνυμέω συνομώνυμος συνονομάζω συνοξύνω σύνοξυς συνοπαδός συνοπάζομαι συνοπάων συνοπηδός συνοπλίζομαι συνοπλίζω συνοπλιτεύω σύνοπλος συνοπλοφορέω σύνοπος συνοπτάω συνοπτέον συνοπτικός συνοπτικῶς σύνοπτος σύνοπτρον συνόρασις συνορατέον συνορατέος συνορατικός συνοράω συνοργιάζω συνοργίζομαι συνόργιος συνορέγομαι συνορέω συνορθιάζω συνορθόω σύνορθρος συνορία συνοριγνάομαι συνορίζω συνορίνω Συνόριξ συνόριον συνορκέω σύνορκος συνορμάς συνορμάω συνόρμενος συνορμέω συνορμίζω συνόρνυμαι συνόρνυμι σύνορος συνορούω συνοροφόω συνορφανιστής συνορχέομαι συνόσα συνοσφραίνω συνοτρύνω συνουετρανός συνουλία συνουλόω συνούλωσις συνουλωτικός συνουρίζω σύνουρος συνουσία συνουσιάζω συνουσίασις συνουσίασμα συνουσιασμός συνουσιαστής συνουσιαστικός συνουσιόομαι συνουσιόω συνουσιωμένως συνουσίωσις συνουτάομαι συνουτάω συνοφείλω συνοφρυόομαι σύνοφρυς συνοφρύωμα συνοχεύς συνοχέω συνοχή συνοχηδόν συνοχηΐς συνοχικός συνοχίτης συνοχμάζω συνοχμός σύνοχος συνοχυρόομαι συνόχωκα συνοψίζω σύνοψις συνόψομαι συνοψοφαγέω συνρ– συνρέζω συνσ– συνσάττω συνσκ– συνσπειράω συνστ– συνσταθεύω συνστείχω συνστύφω συνσχολάζω συνσωφρονέω συνταγεύω συνταγή σύνταγμα συνταγματαρχέω συνταγματάρχης συνταγματαρχία συνταγματικός συνταγμάτιον συνταγματογράφος συντακής συντακτέον συντακτέος συντακτήρ συντακτήριος συντακτικός συντακτός συνταλαιπωρέω συνταλαιπωρία συνταλασιουργέω συνταμίας συντάμνω συντανύω συνταξιαρχία συντάξιμον σύνταξις Σύνταξις συνταπεινόομαι συνταπεινόω συντάραξις συνταράσσω συνταράττω συνταργανόομαι συνταργανόω συνταρρόομαι σύνταρρος συνταρρόω σύντασις συντάσσω συντατέον συντατέος συντατικός συντάττω συνταυροτάφος σύνταφος συνταχύνω συντείνω συντειχίζω συντεκμαίρομαι συντεκμηριόομαι συντεκνοποιέω σύντεκνος συντεκνόω συντεκταίνομαι συντελέθω συντέλεια συντελειόω συντελείωσις συντελεόω συντελεσιουργία συντέλεσις συντέλεσμα συντελεστέω συντελεστής συντελεστικός συντελεστικῶς συντελέστρια συντελευτάω συντελέω συντελής συντελικός συντελικῶς συντελίσκω συντέλλω συντέλομαι συντεμαχίζω συντέμνω συντερατεύομαι συντερετίζω συντερμονέω συντέρμων συντέρπομαι συντέρπω συντεταγμένως συντεταμένως συντετελεσμένως συντετηρημένως συντετμημένως συντετραίνω συντέτριμμαι σύντευξις συντεχνάζω συντεχνάομαι συντεχνία συντεχνιτεύω συντεχνίτης σύντεχνος σύντηγμα συντηκτικός συντηκτός συντήκω σύντηξις συντηρέω συντήρησις συντηρητέον συντηρητικός συντίθημι συντίκτω συντίλλω συντιμάω συντίμησις σύντιμος συντιμωρέω συντινάσσω συντίνω συντιταίνω συντιτραίνω συντιτράω συντίτρημι συντιτρώσκω συντλάω συντλῆναι συντολμάω συντολυπεύω συντομεύω συντομέω συντομή συντομία συντομίζω συντόμιον σύντομος συντόμως συντονάριος συντονέω συντονία συντονολυδιστί σύντονος συντονόω συντόνως συντοξεύω σύντοπος συντόπωσις συντορεύω συντορέω συντορμόω συντορυνάω Σύντοχος συντραγῳδέω συντρανόομαι συντρανόω συντράπεζος συντραυλίζω συντράχηλος σύντρεις συντρέπω συντρέφω συντρέχεια συντρέχω σύντρησις σύντρητος συντριαινόω συντριβή συντριβής συντρίβω συντριηραρχέω συντριηράρχημα συντριήραρχος συντρίκλινος σύντριμμα συντριμμός σύντριχος σύντριψ Σύντριψ σύντριψις σύντροπος Συντροφᾶς συντροφέω συντρόφη Συντρόφη συντροφία Συντροφία Συντροφιανή Συντροφιανός Συντροφίς Σύντροφορ σύντροφος Σύντροφος Συντρόφων συντρόφως συντροχάζω συντροχάω σύντροχος συντρυγάω συντρυφάω συντρώγω συντυγχάνω συντυλόω συντυμβωρυχέω συντυπόω συντυραννεύω συντυραννέω συντυραννοκτονέω συντύραννος συντυρόω συντυφλόω Συντύχη συντύχημα συντυχία Συντυχία Συντυχιανός συντυχίζειν συντυχικός συντυχικῶς Συντυχίων Σύντυχος συνυβρίζω συνυγιαίνω συνυγραίνομαι συνυθλέω συνυλακτέω συνυμεναιόω συνυμνέω συνυμνῳδός συνυπάγω συνυπακουστέον συνυπακούω συνυπαλλάσσομαι συνυπαρκτικός συνύπαρκτος συνύπαρξις συνύπαρχος συνυπάρχω συνυπατεύω συνύπατος συνύπειμι συνυπεξάγω συνυπερβάλλω συνυπηρετέω συνυπηχέω συνυποβάλλω συνυπογράφω συνυποδείκνυμι συνυποδεικνύω συνυποδεικτέον συνυποδέχομαι συνυποδίδωμι συνυποδύομαι συνυποζεύγνυμι συνυποικουρέω συνυπόκειμαι συνυποκορίζομαι συνυποκορίζω συνυποκουφίζω συνυποκρίνομαι συνυπολαμβάνω συνυπόλαμψις συνυπολείπομαι συνυπόληψις συνυπονοέω συνυποπίπτω συνυποπτεύω συνυπόπτωσις συνυπόστασις συνυπόστατος συνυποστέλλομαι συνυποστέλλω συνυποστηρίζω συνυποσύρω συνυποτάσσομαι συνυποτίθεμαι συνυπουργέω συνυποφέρω συνυποφύομαι συνυποχωρέω συνυφαίνω συνύφανσις συνυφαντέον συνυφάντης συνύφασμα συνύφειαι συνυφέλκω συνυφή συνυφής συνυφίσταμαι συνυφίστημι συνυψόω Συνφέρμιος συνῳδέω συνῳδή συνῳδία συνῳδικός συνωδίνω συνῳδός συνωθέω συνώθησις συνωθίζω συνωθισμός συνώμεθα συνωμία συνωμίασις συνωμίς συνωμοσία συνωμόσιον συνωμόσιος συνωμότης συνωμοτία συνωμοτικός συνωμοτικῶς συνωμότις συνώμοτον συνώμοτος συνωνέομαι συνωνή συνωνητής συνώνητος συνωνυμέω συνωνυμία συνώνυμος Συνώνυμος συνωνύμως συνῶπται συνωριαστής συνωρίζω συνωρικεύομαι συνώριος συνωρίς Συνωρίς συνωριστής σύνωρον συνωροσκοπέω σύνωσις συνωφελέω συνωχαδόν συοβαύβαλος συόβαυνος συοβοιωτοί συοβόσιον συοβόσκης συοβόσκιον συοβοσκός συόβρωτος συοδήλητος συοθήρας συοθρέμμων συοκτασία συοκτονία συοκτόνος συόκτονος συόομαι συοπλῆξ συοπλουτοσύνη συορόγχαι συοτρόφος συοφόνος συοφόντης συοφόντις συοφορβέομαι συοφορβέω συοφόρβιον συοφορβός Συπαληττεύς Συπαλήττιος Συπαληττόνδε Συπαληττός συππινᾶς συπύη σῦρ σύρα Σύρα Συραβίθυς Συραιγύπτιος Σύραινα Συραῖος Συράκοσα Συράκοσαι Συρακοσία Συρακόσιος Συρακόσις Συράκοσσαι Συρακόσσιος Συρακοσσίς Συράκουσα Συράκουσαι Συρακούσιος Συράκουσσα Συρακώ Συρᾶς Συραττικός σύρβα συρβάβυττα σύρβη συρβηνεύς συρβηνός σύργαστρος συργάστωρ Σύργις σύρδην σύρεον Συρηκόσιος Συρήκουσαι Συρηκούσιος συρία Συρία Σύριαι Πύλαι Συριακός Συριανή Συριανός Συριάρχης Συριαρχία συριγγέμβολος συριγγιακός συριγγίας συριγγιάω συριγγίδιον συρίγγιον συριγγίς συριγγίτης συριγγόποδες συριγγοποιός συριγγοτόμιον συριγγοτόμον συριγγοτόμος συριγγόφωνος συριγγόω συριγγώδης συρίγγωμα συρίγγωσις συριγκτής συρίγκτης σύριγμα συριγματώδης συριγμός σῦριγξ Σῦριγξ σύριγξις συρίζω Συρίζω Συρίη Συριηγενής Συρίης Συρικός συρικτάς συρικτήρ συρικτής Σύριλλα Σύριλλος Συρίνα Σύρινθος Συρῖνος Σύριον Σύριος συρίσδω Συρίσκα συρίσκος Συρίσκος σύρισμα συρισμός σύρισσος συριστήρ συριστηρίδιον συριστής Συριστί συριστική συρίτης συρίττω σύριχος Συρίων συρκάζω συρκίζω σύρμα συρμαία συρμαΐζω συρμαίη συρμαιοπώλης συρμαϊσμός συρμάς Σύρμας συρματική συρματίς συρματίτης συρματῖτις συρμή συρμίον συρμιστήρ συρμός Σύρμος Σύρνα Σύρνος Σύρνων σύρξ συρομένως σύρον συροπέρδιξ συρόποδες συροποιός σύρος Σύρος Σῦρος Συροφοῖνιξ Συροφοίνισσα σύρρα συρραγή σύρραγμα συρράδιος συρρᾳδιουργέω συρραθαγέω συρραΐζω σύρραξις συρραπτός συρράπτω συρράσσω συρρᾳστωνέω συρράττω συρραφεύς συρραφή συρραφής συρρέζω συρρέμβομαι Σύρρεντον συρρέπω σύρρευσις συρρέω σύρρηγμα συρρήγνυμι συρρηγνύω σύρρηξις συρρήσσω συρρητορεύω συρριζόομαι σύρριζος συρριπτέω συρρίπτω συρρίφη συρροή σύρροια σύρροος Σύρροος σύρροπον σύρρους σύρρυσις συρρώννυμαι συρρώννυμι συρρώομαι σύρσις σύρτης Συρτικός Συρτίς σύρτις Σύρτις συρτῖτις Συρτιων Συρτόνικος συρτός Σύρυλα σύρφαξ Σύρφαξ συρφετός συρφετώδης σύρφη σύρφος Σύρχων σύρω Σύρως σῦς Σῦς Συσανις συσβέννυμι συσβεννύω συσιναπιστέον συσκανία σύσκανος συσκάπτω συσκεδάννυμι συσκέλλω σύσκεμμα συσκεπάζω συσκεπτέον συσκέπτομαι συσκέπω συσκευάζω συσκευασία συσκευαστής συσκευή συσκευοφορέω συσκευωρέομαι συσκευώρημα σύσκεψις συσκηνάω συσκηνέω συσκηνήτρια συσκηνία συσκήνια συσκήνιον συσκήνιος σύσκηνος συσκηνόω συσκήνωσις συσκιάζω συσκίασις συσκίασμα συσκιασμός σύσκιος συσκιρόομαι συσκιρρόομαι συσκιρτάω συσκολύπτομαι συσκοπέω συσκοτάζω συσκοτασμός συσκοτόομαι συσκυθρωπάζω συσκύλλομαι συσκυλόω Συσκως συσμαραγέω συσμηρίζω συσμικρύνω συσπαράσσω συσπαράττω σύσπασις σύσπαστος συσπάω συσπειράω συσπειρόω συσπείρω συσπένδω συσπεύδω συσπιλόω συσπλαγχνεύω συσποδόω σύσπονδος σύσπορος συσπουδάζω συσπουδαστικός συσσαίνομαι συσσαίνω συσσαραπιαστής συσσαρκία συσσαρκόομαι συσσαρκόω συσσάρκωσις συσσαρκωτικός συσσάσσω συσσάττω συσσεισμός συσσείω συσσεύω συσσημαίνομαι συσσημαίνω συσσημαντικός συσσημειόομαι σύσσημον σύσσημος συσσήπω σύσσηψις συσσιγάω συσσιναπιστέον συσσιτέω συσσίτησις συσσιτία συσσιτικός συσσίτιον συσσιτοποιέω σύσσιτος συσσιωπάω συσσόη σύσσοια συσσοίη συσσοῦμαι συσσυκοφαντέω συσσύρω συσσῴζω συσσωματοποιέω συσσώματος σύσσωμος συσσωρεύω συσσωφρονέω συστάδην συσταδόν συσταθεύω συσταθμάομαι συσταθμέομαι συσταθμία συσταθμίζω συστάθμισις σύσταθμος συσταλάσσω συσταλτέον συσταλτικός σύσταμα συσταμνίζω συστάς συστασία συστασιάζω συστασιαστής σύστασις συστασιώτης συστατέω συστάτης συστατικός συστατός σύστατος συσταυρόομαι συσταυρόω συστεγάζω συστεγνόω σύστειπτος συστείχω συστελλομένως συστέλλω σύστεμα συστενάζω συστενάχομαι σύστενος συστενοχωρέω συστένω συστερέομαι συστέρομαι συστεφανηφορέω συστέφανος συστεφανόω συστέφομαι συστήκω σύστημα συστηματικός σύστηνον συστηρίζω συστιχάομαι συστοιβάζω συστοιχέω συστοιχία σύστοιχος συστοίχως συστολέω συστολή συστολίζω συστομόομαι σύστομος συστομόω συστοναχέω συστορέννυμι συστορνύω συστοχάζομαι συστρατάομαι συστρατεία συστρατεύω συστρατηγέω συστρατηγός συστράτηγος συστρατιώτης συστρατιῶτις συστρατόομαι συστρατοπεδεύομαι σύστρεμμα συστρεμματαρχέω συστρεμματάρχης συστρεμμάτιον συστρεπτέον συστρεπτικός συστρέφω συστροβιλέω συστρογγυλίζω συστρογγύλλω συστροφή συστροφία συστροφόομαι σύστροφος συστρόφως σύστρωμα συστρώννυμι συστυγνάζω σύστυλος συστυφόω συστύφω συσφάζω συσφαιρίζω συσφαιριστής συσφαιρόω συσφάλλομαι συσφάλλω συσφάττω συσφηκόω συσφηνόω συσφίγγω συσφιγκτήρ συσφιγκτός σύσφιγκτος σύσφιγμα σύσφιγξις συσφραγίζω σύσχεσις συσχετήριον συσχηματίζω συσχημάτισις συσχηματισμός συσχίζω συσχολάζω συσχολαστής σύσχολος Συτέας σύτο συττάσσω συφακίζω σύφαξ σῦφαρ συφειός συφεόνδε συφεός Συφέρων συφετός συφεών συφορβέω συφόρβιον συφορβός συφός σύφος Σύχαιος Συχάρ Συχέμ συχνάζω συχνάκις σύχνασμα συχνεών συχνολουσία συχνός συχνοσύνθετος Σύχουν συψειρικόν συψέλιον συώδης Σύων
memory