GRC

συγχέω

download
JSON

Bailly

'συγ·χέω, verser ensemble, d’où :
      1 bouleverser, brouiller, confondre, acc. IL. 15, 364 ; ἡνία δέ σφιν σύγχυτο, IL. 16, 471, les rênes s’étaient embrouillées, enchevêtrées ; σ. τὰ διακεκριμένα, PLAT. Phil. 46 e, brouiller ou confondre ce qui a été trié ; οὐ κεχωρισμένον (ou διωρισμένον), ἀλλὰ συγκεχυμένον, PLAT. Rsp. 524 b et c, non séparé ou trié, mais confondu ; σ. τὰ γράμματα, EUR. I.A. 37, effacer les lettres ; σ. τὰς ψήφους, IS. 52, 26, mélanger les cailloux servant au vote ; τὰς τάξεις, POL. 1, 40, 13, mettre le désordre dans les rangs ; fig. συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων, HDT. 7, 142, les vues de ceux qui disaient…, étaient confuses, se contredisaient ; σ. θυμόν, IL. 9, 612 ; 13, 808, etc. troubler l’esprit ou le courage de qqn, le rendre hésitant, indécis ; avec un rég. de pers. : σ. τινα, OD. 8, 139 ; HDT. 8, 99, troubler qqn ; au pass. EUR. Med. 1005 ;
      2 bouleverser, renverser, ruiner (une maison, une construction, etc.) HDT. 4, 127 ; EUR. Hipp. 813, etc. ; au plur. LUC. Cal. 1 ; σ. ἄστυ, PLUT. M. 557 b, convertir une ville en un monceau de décombres ; σ. ὁδόν, HDT. 7, 115, rendre une route impraticable, etc. ; fig. σ. ὅρκια, IL. 4, 269 ; ὅρκους, EUR. Hipp. 1063, etc. violer des serments ; τὰ νόμιμα, HDT. 7, 136 ; τὸν νόμον, DÉM. 640, 2, bouleverser, càd. violer les lois, la loi ; τὴν πολιτείαν, DÉM. 729, 4, bouleverser le gouvernement : συγχεῖ πάνθ' ὁ χρόνος, SOPH. O.C. 609, le temps bouleverse tout ; ἄνω κάτω τὰ πάντα σ. ὁμοῦ, EUR. Bacch. 349, bouleverser tout de fond en comble ; λέλυται πάντα, συγκέχυται, DÉM. 777, 9, tout est relâché, bouleversé ;
      3 rendre vain, faire échouer (le travail, les efforts, etc.) IL. 15, 366, 473, etc. ;
      4 exposer sans ordre, d’une façon confuse, en parl. de l’orateur, acc. HERMOG. (W. 3, 211, 13 ; 218, 11) ; au pass. HERMOG. (W. 3, 215, 22) ;
      5 provoquer en faisant de l’agitation, d’où exciter : πόλεμον, POL. 4, 10, 3, etc. une guerre.

Fut. pass. réc. συγχεθήσομαι p. συγχυθήσομαι, CLÉM. 2, 293 Migne ; ao.2 moy. 3 sg. poét. σύγχυτο.

Étym. v. ci-dessus.

'
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

Hom. uses pres. and impf. Act. and 2 sg. aor. σύγχεας Il. 15.366, but more freq. Ep. aor. συνέχευα, inf. συγχεῦαι, aor. Pass. σύγχυτο ; — aor. Pass. -εχύθην [υ], for which -εχέθην is f.l. in Apollod. 1.7.2, Luc. DMar. 9.2 : — pour together, commingle, confound, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Il. 15.364; τὰ διακεκριμένα Pl. Phlb. 46e; ἄνω κάτω τὰ πάντα σ. ὁμοῦ E. Ba. 349; σ. τὰς ψήφους mix them up, Is. 5.18; τὰ σύμβολα D. 21.173; τὰς τάξεις Plb. 1.40.13; τὰς ὄψεις, of lightning, Poll. 1.118; — Pass., ἡνία δέ σφι σύγχυτο Il. 16.471; μεταλλεῖα συγκεχυμένα in confusion, Pl. Lg. 678d; τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν Id. Cra. 388b.
obliterate, demolish, σ. τοὺς τάφους Hdt. 4.127; τὴν ὁδόν Id. 7.115; δῶμα E. Ion 615.
confuse, blur, τὰ γράμματα Id. IA 37 (anap.), cf. Arist. GA 721b34 (Pass.), Aud. 801b18 (Pass.); συγκεχυμένον μέλαν an indistinct black mark, Id. HA 585b34; φωνὴ σ. D.S. 1.8; πλαδαρὰ καὶ σ. σάρξ flabby and ill-defined flesh, Theon ap. Gal. 6.96; συνεκέχυτο δ’ ἔτι τοῦτο was still confused, not yet distinguished, Gal. 15.30, cf. 713. of the mind, confound, trouble, μή μοι σύγχει θυμόν Il. 9.612, cf. 13.808; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο 24.358; συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Hdt. 7.142; ὁ βίος δι’ ἀπιστίαν συγχυθήσεται Epicur. Sent.Vat. 57; with the person as object, ἄνδρα γε συγχεῦαι Od. 8.139, cf. Hdt. 8.99; — Pass., τί συγχυθεῖσ’ ἕστηκας ; E. Med. 1005; μὴ ἀθυμείτω τις, ἐὰν συγχέηται Gal. 15.584.
confound, make of none effect, πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν σύγχεας Ἀργείων Il. 15.366, cf. 473; τὴν πάρος σ. χάριν S. Tr. 1229; esp. of contracts, engagements, etc., make of none effect, frustrate, violate, ἐπεὶ σύν γ’ ὅρκι’ ἔχευαν Τρῶες Il. 4.269, cf. Pl. R. 379e, Hp. Jusj., E. Hipp. 1063; τὰ πάντων ἀνθρώπων νόμιμα Hdt. 7.136, cf. Antipho 4.1.2, SIG 45.33 (Halic., v BC); τὴν πολιτείαν D. 24.91; ἁλίαν Schwyzer 323 D 28 (Delph., iv BC); συγκέχυκε νῦν τὴν πίστιν ὁ καθ’ ἡμᾶς βίος Men. 781, cf. OGI 669.18 (Egypt, i AD); ξυνουσίαν Luc. Bis Acc. 17; — Pass., λέλυται πάντα, συγκέχυται D. 25.25. πόλεμον σ.
stir up a war, Plb. 4.10.3, 15.2.4, 28.17.6.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

(χέω), zusammengießen, -schütten, vermengen, verwirren, in Unordnung bringen ; ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσίν, was er gebaut hat, Il. 15.364, worauf 366 folgt ὥς ῥα σύ, ἤϊε Φοῖβε, πολὺν κάματον σύγχεας Ἀργείων, nicht bloß den Wall zerstören, sondern allgemein die Mühe vereiteln, wie βίαν καὶ ἰούς, erfolglos machen, ib. 573 ; τοὺς τάφους, τὴν ὁδόν, Her. 4.127, 7.11.5 ; μή μοι σύγχει θυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων, Il. 9.612, 13.808, wie ἄνδρα Od. 8.139, niederschlagen, mutlos machen ; und so pass., σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, Il. 24.358 ; vgl. Her. 7.142 συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων ; auch τί συγχυθεῖσα ἕστηκας ; Eur. Med. 1005 ; in tmesi, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν, Il. 4.269, brechen, vernichten ; vgl. Her. 7.136 ; ξυγχέω τὰς σπονδάς, Thuc. 5.39 ; Soph. τὰ δ' ἄλλα συγχεῖ πάνθ' ὁ παγκρατὲς χρόνος, O.C. 615 ; χάριν, Tr. 1219 ; νόμιμα πάσης συγχέοντας Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311 ; δόμους, Hipp. 813, u. oft ; τὰς ψήφους, im Ggstz von συναριθμέω, Isae. 5.18 ; συγκεχύσθαι τὰ δίκαια, Din. 1.112 ; καὶ ταράξαι τὴν πόλιν, Plut. Sol. 15 ; τὰ διακεκριμένα, Plat. Phil. 46e, wie τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν, Crat. 388b ; οὐ συγκεχυμένα, ἀλλὰ διωρισμένα, Rep. VII.524c ; συγχεῖ ὅλην τὴν πολιτείαν, Dem. 24.91 ; Sp., wie Pol., συγχεῖν τὰς τάξεις καὶ κατασπᾶν 1.40.13 ; aber auch τὸν πόλεμον, bellum conflare, 4.10.3.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

συν-χέω
(Rec. συγ-), [in LXX for בָּלַל, רָגַז, etc. ;]
to pour together, commingle, confuse; metaph., confound, throw into confusion, stir up trouble: Act.21:27 (cf. συν-χύννω).†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
memory