GRC

συνεπιλαμβάνομαι

download
JSON

Pape

(λαμβάνω), mit od. zugleich anfassen, Hand anlegen, sich einer Sache mit annehmen, τινός ; Her. 3.48, 5.45 ; Thuc. 3.74 ; ξυνεπιλαβέσθαι καὶ τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως, 8.76 ; Sp., ἔργου, DC. 35.9 ; Einem bei Etwas helfen, τινί τινος, z.B. θεὸς αὐτοῖς συνεπελάβετο τῆς σωτηρίας, Pol. 11.24.8, der es auch absolut braucht, ἐὰν μὲν ἡ τύχη συνεπιλαμβάνηται, 2.49.7 ; allein c. gen., συνεπιλήψονται τῶν πραγμάτων, 10.19.9, u. öfter ; u. c. dat. der Person allein, 5.90.2 ; τὴν Ἀθηνᾶν παρακαλέσας συνεπιλαβέσθαι μοι τοῦ ἔργου, Luc. Prom. 13 ; – auch = mit zurückhalten, τῶν Ἑλλήνων, Plut. Themist. 12. – Selten ist das act., ἔρρωτο καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις εἴ τι δύναιτο καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῖς, Thuc. 2.8.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory