Dictionary

λῶ λώβα λωβάζω λωβάομαι λωβατός λωβάω λωβεία Λώβεις λωβέομαι λώβευσις λωβεύω λώβη λωβήεις λώβημα λωβήμων λώβησις λωβήτειρα λωβητήρ λωβητής λωβητός λωβήτωρ Λωβῖνος λωβός λωγάλιοι λωγάλιον λωγάνιοι λωγάνιον λωγάς Λωγασίδης λώγασος λωγάω λωγή λωδίκιον λῶδιξ λώεσσαν Λωΐνικος Λώϊνος Λωϊόνικος Λώϊος Λωΐς λῶϊς λωϊσμόν Λωϊστικράτης λώϊστος Λώϊστος λωΐτερος λωϊτήνη Λωϊώ λωΐων Λωΐων λώκιον λώλεσσαν λωλοδιακόνιον λῶλον λωλώ λῶμα λωμάτιον Λώνικος λῶντι λῷον Λῷος λῳότερος λωπάδιον λωπάς λωπεύει λώπη λωπία λωπίζω λωπίον λώπιον λωπιστός λώπιστος λωποδυσία λωποδυσίου λωποδυσίου δίκη λωποδυτέω λωποδύτης λῶπος Λώπυος Λωρεντιανός λωρίκιον λωρίον Λώριος λωροκάπιστρον λωρόν λῶρον λῶρος λωροτομέω λωροτόμος Λώρυμα λωρυμνόν Λωρχίδας Λῶσις λῷστος λωστύς Λώτ λῶταξ λωτάριον Λωτειός λωτεῦντα λωτέω λωτήριον λωτίζομαι λωτίζω λωτίκιον Λωτίνη λώτινον λώτινος λῶτις λώτισμα λωτοβοσκός λωτοειδής λωτόεις λωτομήτρα λωτός Λωτός Λῶτος λωτοτρόφος Λωτοφαγία λωτοφάγοι λωτοφάγος λωτοφόρος λωτοφυσητής λωτρόν λωτροχόος λωφάξαλος λῶφαρ λωφάω λωφέω λωφήϊος λώφημα λώφησις λώψ λῴων
memory