Dictionary

ψῇ Ψηβακος ψῆγμα ψηγμάτιον ψηκεδών ψηκτήρ ψηκτός ψήκτρα ψηκτρία ψήκτρια ψηκτρίζω ψηκτρίον ψηκτρίς ψῆλαι ψηλαφάω ψηλάφημα ψηλάφησις ψηλαφητέον ψηλαφητής ψηλαφητικῶς ψηλαφητός ψηλαφία ψηλαφίζω ψηλαφίνδα ψηλαφώδης ψήληκες ψήληξ ψημύθιον ψημυθιόω ψήν Ψήν Ψηνᾶς ψηνίζω ψηνός ψηνύξαι ψῆξις ψήρ Ψηρόμανδρος ψηροπυρίτας ψηρός ψῆσσα ψησσίον ψηστός ψῆττα ψηττάδιον ψηττάριον ψηττοειδής ψηττόποδες Ψηττόποδες ψήφαξ ψηφάς ψηφηδακέω ψηφηφορέω ψηφηφορία ψηφηφόρος ψηφίδιον ψηφιδοφόρος ψηφιδώδης ψηφίζω ψηφικός ψήφινος ψηφίον ψηφίς ψήφισις ψήφισμα ψηφισματογράφος ψηφισματοπώλης ψηφισματώδης ψηφισμός ψηφιστέον ψηφιστής ψηφιστικός ψηφοβόλον ψηφοειδής ψηφοθεσμία ψηφοθετέω ψηφοθέτημα ψηφοθέτης ψηφοθήκη ψηφοκλέπτης ψηφολογεῖον ψηφολογέω ψηφολόγημα ψηφολογητός ψηφολογία ψηφολογικός ψηφολόγος ψηφομαντεία ψηφοπαικτέω ψηφοπαίκτης ψηφοπαιξία ψηφοπεριβομβήτρια ψηφοποιός ψῆφος Ψῆφος ψηφοφαγέω ψηφοφορέω ψηφοφορία ψηφοφόρος ψηφόω ψηφώδης ψηφών ψήφων ψήφωσις ψηφωτός ψηχρός ψήχω
memory