GRC

ῥοπή

download
JSON

Bailly

'ῆς (ἡ) :
      1
inclinaison, action d’incliner, de pencher, en gén. mouvement de haut en bas, T. LOCR. 97 e ; ARSTT. Mund. 6, etc. ; particul. inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν, PLUT. Cam. 28, fausser l’inclinaison d’une balance ; ἡ ἐφ' ἑκάτερα ῥοπή, POL. 10, 17, 10, l’inclinaison dans chacun des deux sens ; au plur. ὁ πόλεμος λαμϐάνει ῥοπάς, POL. 1, 20, 7, la guerre penche, etc. ;
      2 impulsion de haut en bas, particul. impulsion d’une balance, d’où fig. cause ou circonstance déterminante, moment critique : μεγάλη ῥοπή, μᾶλλον δὲ τὸ ὅλον ἡ τύχη, DÉM. 24, 13, la fortune est la grande ou plutôt la seule cause qui décide de tout ; μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥοπὰς ἐποίησαν, ISOCR. 69 c, de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος, SOPH. Tr. 82, se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς εἶναι, THC. 5, 103, n’avoir qu’une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, EUR. Hipp. 1163, à la merci de la moindre impulsion ; βλέπω δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ, ἤ, etc. EUR. Hel. 1090, je vois deux chances à courir ; il me faut ou mourir ou, etc. ; ῥοπή μοι βίου, SOPH. O.C. 1508, le moment suprême de ma vie ; καιροῦ ῥοπή, BAS. ou simpl. ῥοπή, CHRYS. un moment, un instant (cf. lat. momentum) ;
      3 ce qui détermine l’impulsion, poids : ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, ESCHL. Pers. 437, de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν, DÉM. 154, 18 ; ARSTT. Cæl. 2, 14, avoir du poids, n’être pas sans importance ou sans influence ; οὐ μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν εἶναι καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων, XÉN. Cyr. 4, 2, 14, leur poids n’était pas petit, càd. il importait beaucoup qu’ils fussent présents ou absents ; μεγάλη ἔσται ῥοπὴ εἰ, etc. ISOCR. 302 e, il importera grandement que, etc. ; πρὸς τὸν βίον μεγάλην ἔχειν ῥοπήν, ARSTT. Nic. 1, 1, avoir une grande influence ou une action décisive sur la vie.

Étym. ῥέπω.

'
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

ἡ, (< ῥέπω) turn of the scale, fall of the scale-pan, weight, Arist. Cael. 307b33; μέχρι τοῦ μέσου τὴν ῥ. ἔχειν gravitate to…, ib. 297a28; downward momentum, τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥ. πλείων παρέπεται Ph. Bel. 69.21; ῥ. ποιεῖν make (counter-)weight, Thphr. CP 5.44.7; ἁγᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥ.
in equilibrium, Ti.Locr. 97e; διαστρεφόντων τὴν ῥ. disturbing the balance, Plu. Cam. 28. metaph, balancing, suspense, ἀ δ’ (sc. ἀ πόλις) ἔχεται ῤόπας Alc. 25; ῥ. Δίκας A. Ch. 61 (lyr.); ἐν οὖν ῥ. τοιᾷδε κειμένῳ S. Tr. 82; ποντοναῦται… λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες staking distant ventures on nice balancings, Id. Fr. 555 (= Philol. 88.2); ῥ. βίου μοι the turning-point or sinking-point of life, i.e. death, Id. OC 1508; ῥ. ΄στιν ἡμῶν ὁ βίος ὥσπερ ὁ ζυγός Men. Mon. 465.
turn of the scale, ποιεῖν ῥ.
turn the scale, Arist. Pol. 1295b38; τοῦ πολέμου Isoc. 12.50; πολλάκις μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥ. ἐποίησαν Id. 4.139; μεγάλην ἔσεσθαι τὴν ῥ., εἰ… Id. 14.33; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνοντα τὸν πόλεμον Plb. 1.20.7, cf. Trag.Adesp. 102; hence, decision, outcome, βλέπω δύο ῥ. · ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ’… ἢ… E. Hel. 1090; ἀσθενεῖς καὶ ἐπὶ ῥ. μιᾶς ὄντες at the mercy of a single weighing in the scales, Th. 5.103.
weight placed in the scale-pan, Arist. Mech. 850a13; esp.
small additional weight, make-weight, casting weight, IG2². 1013.35, al. ; ὡς ῥ. ἐκ πλαστίγγων LXX Wi. 11.22; ὡς ῥ. ζυγοῦ ἐλογίσθησαν ΄as dust in the balance΄, ib. Is. 40.15; οὐδ’ ὅσον ῥ. Herod. 7.33. metaph, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει ῥ.
casting weight, S. OT 961; σῶμα νοσῶδες σμικρᾶς ῥ… δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Pl. R. 556e; δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥ. E. Hipp. 1163, cf. Plu. Art. 30. δεῖ ῥ. διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι τοὺς συγγραφέας give the casting weight to…, Plb. 16.14.6.
weight, decisive influence, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ A. Pers. 437; μεγάλη γὰρ ῥ., μᾶλλον δὲ ὅλον, ἡ τύχη παρὰ πάντα τὰ πράγματα D. 2.22; ῥ. ἔχειν have influence, Id. 11.8, cf. SIG 761.5 (Delph., i BC); ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥ. πρὸς τὸν βίον Arist. EN 1101a29, cf. 1094a23, 1172a23; πλείστην παρέχεται ῥ. εἰς τὸ νικᾶν Plb. 6.52.9.
decisive moment, crisis (i.e.
victory), καὶ τὸν Βαλαὰμ… ἀπέκτειναν ἐν τῇ ῥ. LXX Jo. 13.22; so generally, moment, πρὸς μίαν ῥ.… διεφθάρη in one moment, ib. Wi. 18.12; ὑστάτην βίου ῥ. αὑτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι ib. 3 Ma. 5.49; ἐν ῥοπῆς καιρῷ βραχεῖ AP 11.289 (Pall.).
discount deducted from a payment, PLond. 3.780.4 (vi AD), POxy. 143.3 (vi AD), etc. ; perh.
illicit commission, Cod.Just. 4.59.1.1.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ἡ, die Neigung, bes. die Senkung, Neigung der Wagschale u. der dadurch bewirkte Ausschlag, wie Plut. Camill. 28 ; vgl. Inscr. bei Böckhs Staatshh. II p. 347 ; allmälige Bewegung nach unten, Senkung, Wucht, Schuß, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, Aesch. Pers. 429, übertr., der Ausschlag, die Entscheidung, ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῖ δίκαν, Ch. 59 ; σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή, Soph. O.R. 961 ; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος, Tr. 82, wo der Schol. erkl. ἐν κινδύνῳ καὶ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἱστάμενος ; ῥοπὴ βίου μοι, O.C. 1504, der Wendepunkt oder die Neige des Lebens, der Augenblick des Todes ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, Eur. Hipp. 1163 ; ἁ πόλις ἔχεται ῥοπᾶς, Ar. Vesp. 1235 ; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, Thuc. 5.103 ; ὥσπερ σῶμα νοσῶδες μακρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν, Plat. Rep. VIII.556e ; Folgde : μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν, Isocr. 4.139 ; μεγάλη γὰρ ῥοπή, μᾶλλον δὲ τὸ ὅλον ἡ τύχη παρὰ πάντ' ἐστὶ τὰ ἀνθρώπων πράγματα, das Glück entscheidet Alles, Dem. 2.22 ; ἐν προσθήκης μέρει ῥοπὴν ἔχει τινὰ καὶ χρῆσιν, 11.8. öfter ; τῇ τῶν γερόντων προσκλίσει καὶ ῥοπῇ, durch ihren Beitritt, der entscheidend war, Pol. 6.10.10 ; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνει ὁ πόλεμος, 1.29.7, das Kriegsglück neigt sich abwechselnd auf beide Seiten ; τοῦτο πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾶν, 6.52.9 ; Plut. vrbdt ἦν ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς ὁ Ἀρταξέρξης, Artax. 30, es bedurfte eines geringen Umstandes, um zu seinem Tode den Ausschlag zu geben ; – ῥοπὴν καὶ δύναμιν ἔχειν πρὸς ἀρετήν τε καὶ εὐδαίμονα βίον, Arist. eth. 10.1, Einfluß worauf haben.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

ῥοπή, -ῆς, ἡ
(< ῥέπω, to incline) [in LXX: Isa.40:15 (שַׁחַק), etc. ;]
inclination downwards, as the turn of the scale: L, mg., for ῥιπή, which see, 1Co.15:52 (see Tdf., in l).†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
memory