GRC

ἔχθρα

download
JSON

Bailly

'ας (ἡ) :
      1
haine, inimitié : τινός, THC. 3, 10 ; 7, 57 ; ANT. 119, 20 ; AR. Pax 133 ; ἔς τινα, HDT. 1, 5 ; 5, 81, etc. ; πρός τινα, ESCHL. Pr. 491 ; THC. 2, 68 ; DÉM. 530, 7, contre qqn ; εἲς ἔχθραν ἐλθεῖν τινι, DÉM. 534, 24 ; δι' ἔχθρας γενέσθαι, AR. Av. 1412 ; μολεῖν, EUR. Ph. 479 ; ou ἀφικέσθαι τινί, EUR. Hipp. 11, 64, en venir à éprouver de la haine contre qqn ; ἔχθραν ἔς τινα ποιεῖσθαι, THC. 2, 68 ; αἴρεσθαι, DÉM. 558, 9, devenir ennemi de qqn ; ἔχθραν συμϐάλλειν τινί, EUR. Med. 44, El. 906 ; ou συνάπτειν τινί, EUR. Her. 459, engager une lutte d’inimitié avec qqn ; postér. ἐν ἔχθρᾳ εἶναί τινι, SPT. 1Esdr. 5, 49 ; πρός τινα, NT. Luc. 23, 12, être en inimitié avec qqn ; ἔχθραν ἔχειν πρός τινα, DÉM. 410, 10, éprouver de la haine contre qqn ; ἔχθραν λύειν, EUN. Tr. 50 ; ou ἐκϐάλλειν, Tr. 59 ; ou διαλύεσθαι, THC. 4, 19, renoncer à (litt. délier ou dissoudre) son inimitié ; καταλλάσσεσθαι τὰς ἔχθρας, HDT. 7, 145 ; διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας, AND. 23, 2, renoncer à ses sentiments de haine ; πρὸς ἔχθραν, DÉM. 274, 4 ; κατ' ἔχθραν, ESCHL. Suppl. 335 ; AR. Pax 133, par haine ;
      2 sujet de haine ou d’inimitié : ἔχθρα εἰς Θεόν, NT. Rom. 8, 7, ce qui est un sujet d’inimitié pour Dieu, ce qui déplaît à Dieu ; qqf. au pl. HDT. 7, 145 ; ESCHL. Pr. 492 ; THC. 4, 19 ; XÉN. Cyr. 4, 5, 32 ; PLAT. Ep. 317 c.

Ion. ἔχθρη, HDT. ll. cc.

Étym. ἔχθος, cf. ἐχθρός.

'
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

Ion. ἔχθρη, ἡ, hatred, enmity, Hdt. 5.81, Pi. P. 4.145, etc. ; in philos. sense, = νεῖκος 1.5, Plot. 3.2.2; ἔ. τινός hatred for, enmity to one, Antipho 2.4.1, Th. 3.10; κατ’ ἔχθραν τινός Ar. Pax 133; ἔ. ἔς τινα Hdt. 1.5, Th. 2.68; εἴς θεόν Ep. Rom. 8.7; πρός τινα A. Pr. 491 (pl.), Th. 2.68; δι’ ἔχθρας μολεῖν, ἀφῖχθαί τινι, to be at feud with one, E. Ph. 479, Hipp. 1164; δι’ ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι Ar. Ra. 1412; εἰς ἔ. βάλλειν τινά A. Pr. 390; εἰς ἔ. ἐλθεῖν D. 21.62; καταστῆσαί τινας εἰς ἔχθραν τῷ δήμῳ X. HG 3.5.9; πολλὴν εἰς ἔχθραν ἀλλήλοις καὶ πολλῶν πέρι καθίστανται Pl. Plt. 307d, cf. Isoc. 9.67; πρὸς ἔχθραν from personal enmity, D. 18.141; ἔ. συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, to engage in hostility with…, E. Med. 45, Heracl. 459; ἔ. τισὶν ἄρασθαι D. 21.132; καταλλάσσεσθαι τὰς ἔ. Hdt. 7.145; λύσασαν ἔ. τὴν πάρος E. Tr. 50; τὰς μεγάλας ἔ. διαλύεσθαι Th. 4.19; πρὸς ἀλλήλους ἔ. ἀνείλοντο Is. 1.9; διαλλαχθῆναι τῆς ἔ. And. 2.26; prov., Ἐμπεδοκλέους ἔ., of undying hatred, Lys. Fr. 261 S.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ἡ, die Feindschaft, der Haß ; πρὸς ἀλλήλους τίνες ἔχθραι Aesch. Prom. 490 ; μὴ γάρ σε θρῆνος οὑμὸς εἰς ἔχθραν βάλῃ, 388, 440, dir Haß zuziehe ; Soph. Aj. 1336 ; Pind. P. 4.145 ; κατ' ἔχθραν τινός, aus Feindschaft, Haß gegen Einen, Ar. Pax 133 ; ἡ τῶν Λακεδαιμονίων ἔχθρα, gegen die Lazed., Thuc. 7.57 ; ἡ ἔχθρη – ἡ προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων ἐγένετο Her. 5.82 (vgl. auch ἔχω); τὴν ἔχθραν ἐς τοὺς Ἀργείους ἐποιήσαντο Thuc. 2.68, wo auch ἔχθρα πρὸς τοὺς Ἀργείους gesagt ist ; ἔχθραν συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, sich die Feindschaft Jmds zuziehen, Eur. Med. 44, Heracl. 459, auch αἴρεσθαι, Dem. 21.132 ; ἔχθρα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους Plat. Euth. 7b ; εἰς ἔχθραν ἐλθεῖν, in Feindschaft geraten, Phaedr. 256d ; πολλὴν εἰς ἔχθραν καθίστανται ἀλλήλοις Polit. 307d ; καταστήσαντες ὑμᾶς ἐς ἔχθραν τῷ δήμῳ, nachdem sie euch der Volkspartei verfeindet haben, Xen. Hell. 3.5.9 ; ἔχθραν ἔχειν πρός τινα, Feindschaft gegen Jem. hegen, Dem. 19.222. Ueber δι' ἔχθρας γίγνεσθαι u. μολεῖν s. διά, vgl.Eur. Phoen. 479 ; τὰς πρὸς ἡμᾶς ἔχθρας διαλύεσθαι Isocr. 4.15, vgl. Thuc. 4.19, die Feindschaft aufheben, beilegen, wie λύειν, Eur. Tr. 50 ; auch ἐκβαλεῖν, 59 ; καταλλάσσεσθαι τὰς ἔχθρας, Her. 7.145 ; ἔχθρας πρὸς ἀλλήλους ἀνείλοντο Isae. 1.9 ; – μήτε πρὸς ἔχθραν μηδένα ποιεῖσθαι λόγον μήτε πρὸς χάριν Dem. 8.1.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

ἔχθρα, -ας, ἡ
(< ἐχθρός), [in LXX for אֵיבָה, שִׂנְאָה, etc. ;]
enmity: Luk.23:12, Rom.8:7, Gal.5:20, Eph.2:15-16, Jas.4:4.†
ἀηδία, -ας, ἡ
(< ἀ- neg., ἦδος, pleasure), [in LXX: Pro.23:29 (שִׂיחַ)* ;]
__1. of things or persons, unpleasantness, odiousness (Hipp., Dem., al.)
__2. dislike (Plat.). disagreement (MM, VGT, see word): Luk.23:12 D.†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
memory