GRC

ἅμα

download
JSON

Bailly

'[ᾰᾰ] adv. et prép. :
   I adv. :
      1 ensemble, tout à la fois : πάντες ἅ. IL. 1, 495 ; POL. 23, 8, 3 ; ἅμα πάντες, SPT. Jos. 9, 2, etc. tous ensemble ; ἅμα ἄμφω, HH. Cer. 15, tous deux ensemble ;
      2 avec idée de temps, en même temps ; avec une conj. ou particule : ἅμα καί, à la fois… et : ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω, IL. 3, 109 (il regarde) à la fois devant et derrière, càd. l’avenir et le passé ; ἅμα… τε καί, IL. 8, 64 ; HH. Merc. 46 ; ἅμα τε… καί, IL. 1, 417 ; θ' ἅμα… καί, IL. 24, 773 ; θ' ἅμα καί, SOPH. Ph. 772 ; τε… θ' ἅμα, HÉS. Th. 677 ; τε καὶ… ἅμα, SOPH. Ant. 281 ; ἅμα τε… καὶ ἅμα, PLAT. Gorg. 497 a, m. sign. ; καὶ… ἅμα, avec un part. correspond qqf. au franç. d’autant plus que, THC. 1, 2, 2 ; avec δέ : ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, IL. 19, 242, la parole n’était pas plutôt dite que l’acte était accompli ; avec μὲν… δέ : ἅμα μὲν… ἅμα δέ, XÉN. Hell. 3, 1, 2 ; PLAT. Phæd. 115 d, etc., ἅμα μὲν… ἔτι δὲ καί, XÉN. Cyr. 1, 4, 3, tantôt… tantôt ; en partie… en partie ; avec un part. ἅ. εἰπὼν ἀνέστη, XÉN. An. 3, 1, 47, à peine avait-il parlé, qu’il se leva ; τῆς ἀγγελίας ἅ. καθ' ὁδὸν αὐτοῖς ῥηθείσης ἐπεϐοήθουν, THC. 2, 5, la nouvelle leur étant parvenue tandis qu’ils étaient en route, ils continuèrent à se porter au secours (des leurs) ;
   II prép. avec le dat. :
      1 en même temps que, avec : ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφιν, IL. 9, 682, ou ἅμα ἕῳ, THC. 1, 48, avec l’aurore ; ἅμ' ἡμέρᾳ, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ (v. ἡμέρα), ἅμα τῇ ἡμέρῃ, HDT. 3, 86, au point du jour ; postér. avec le gén. ἅμα τεττάρων, DS. 2, 529 L. Dind. en même temps que quatre, avec quatre ; avec un adv. ἅμα πρωΐ, NT. Matth. 20, 1, dès le matin (litt. en même temps que le matin) ;
      2 en compagnie de, avec : ἅμα τινὶ στείχειν, IL. 16, 257, marcher avec qqn ; pléon. ἅμα σύν, EUR. Ion 717 ; ἅμα μετά, PLAT. Criti. 110 a, ensemble avec ;
      3 pareillement à, de même que : ἅμα πνοιῇσ' ἀνέμοιο, OD. 1, 98, comme le souffle du vent.

Dor. ἁμᾶ ou ἁμᾷ, PD. O. 3, 22 ; P. 3, 36 ; N. 5, 11 ; 7, 78 ; AR. Lys. 1316 ; THCR. Idyl. 9, 4 ; 11, 39. Chez les écriv. byzantins, qqf. avec le gén.

Étym. probabl. degré zéro de la R. indo-europ. *sem-, un ; cf. εἷς, ὁμός.

'
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

Dor. ἁμᾶ ; (v. sub fin.); Adv.
at once, at the same time, mostly of Time, freq. added to τε… καί, ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή Il. 8.64; ἅ. τ’ ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός 1.417; σέ θ’ ἅ. κλαίω καὶ ἐμέ 24.773; σαυτόν θ’ ἅ. κἀμέ S. Ph. 772, cf. 119; ἄνους τε καὶ γέρων ἅ. Ant. 281; — with καί only, ἅ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Il. 3.109; with τε… τε, χειρῶν τε βίης θ’ ἅ. ἔργον ἔφαινον Hes. Th. 677. ἅ. μέν… ἅ. δέ…, partly… partly…, Pl. Phd. 115d, X HG 3.1.3; — ἅ. τε… καὶ ἅ. Pl. Grg. 497a; ἅμ’ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα S. Ant. 436. in Prose ἅ. δέ… καί…, ἅ. τε… καί…, ἅ.… καί… may often be translated by no sooner… than…, ἅ. δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Hdt. 1.112; ταῦγά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει 8.5; ἅ. ἀκηκόαμέν τε καὶ τριηράρχους καθίσταμεν D. 4.36; ἅ. διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται Isoc. 4.157. ἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον ΄no sooner said than done΄, Il. 19.242; ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο h.Merc. 46; ταῦτα εἶπε καὶ ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt. 3.134, cf. 9.92; prov., ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον Diogenian. 1.36. with part. and finite Verb in same sense, βρίζων ἅ.… ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα A. Ch. 897; ἅ. εἰπὼν ἀνέστη as soon as he had done speaking, he stood up, X. An. 3.1.47; τῆς ἀγγελίας ἅ. ῥηθείσης ἐπεβοήθουν as soon as news was brought they assisted, Th. 2.5; ἅ. γιγνόμενοι λαμβάνομεν Pl. Phd. 76c; ἡμῖν ἅ. ἀναπαυομένοις ὁ παῖς ἀναγνώσεται Tht. 143b. ἅ. μέν… ἔτι δέ… X. Cyr. 1.4.3; ἅ. μέν… πρὸς δέ… Hdt. 8.51.
together, at once, both, without direct ref. to time, ἅ. πάντες or πάντες ἅ. Il. 1.495, al. ; ἅ. ἄμφω h.Cer. 15; ἅ. κρατερὸς καὶ ἀμύμων Od. 3.111, etc. ; of Place, Arist. Metaph. 1028b27. with σύν or μετά, E. Ion 717, Pl. Criti. 110a. abs. with Verb, at one and the same time, αἱ πᾶσαι [νῆες] ἅ. ἐγίγνοντο ἐν ἑνὶ θέρει σ’ καὶ ν’ Th. 3.17, cf. οὐχ ἅ. ἡ κτῆσις παραγίγνεται D. 23.113. Prep. with dat. (freq. with part. added), at the same time with, together with, ἅμ’ ἠοῖ φαινομένηφι at dawn, Il. 9.682, al. ; ἅ. ἕῳ, ἅ. ἕῳ γιγνομένῃ, Th. 1.48, 4.32; ἅμ’ ἠελίῳ ἀνιόντι or καταδύντι at sunrise or sunset, Il. 18.136, 210, al. ; ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt. 3.86, al. ; ἅμ’ ἡμέρᾳ E. El. 78, Th. 2.94, etc., Att. ; ἅμ’ ἦρι ἀρχομένῳ or ἅ. ἦρι at beginning of spring, Th. 5.20, 2.2, etc. ; ἅ. κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς during the time of…, Hdt. 2.36; ἅ. τειχισμῷ Th. 7.20; ἅμα τῷ διαυγάζειν Plb. 3.104.5 (without Art. ἅμα εὑρεθῆναι Ps.-Plu. Fluv. 23.2). generally, together with, ἅ. τινὶ στείχειν Il. 16.257; ὀπάσσαι 24.461, al. ; Ἑλένην καὶ κτήμαθ’ ἅμ’ αὐτῇ 3.458; ἅ. πνοιῇς ἀνέμοιο keeping pace with the wind, Od. 1.98; repeated, ἅμ’ αὐτῷ… ἅμ’ ἕποντο 11.371; οἱ ἅ. Θόαντι Hdt. 6.138, cf. Th. 7.57. rarely c. gen., Herod. 4.95, POxy. 903 (iv AD), Pythag. Sim. 28, Olymp. Hist. p. 453 D. ; dub. in Thphr. Char. 6.9. Conj., as soon as, ἅ. ἂν ἡβήσῃ τις τῶν ὀρφανῶν Pl. Lg. 928c, cf. Lex ap. D. 46.20; ἅ. κα διεξέλθῃ ὁ χρόνος GDI 2160 (Delph., ii BC). (Root sṃ-, cf. A α II.)
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

(verw. ὁμοῦ, σύν, ξύν, cum, θαμά, ἅπτομαι, das α copul.), sammt ; als advb. u. als praepos. mit dat., Ctes. auch c. gen.; vom Orte, von der Zeit, u. übertragen ; Hom. oft, z.B. Il. 1.495 πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε ; 6.59 ἅμα πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατο, alle mit einander ; Od. 8.121 οἱ δ' ἅμα πάντες καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο ; 10.231, 257 οἱ δ' ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο ; 259 οἱ δ' ἅμ' ἀϊστώθησαν ἀολλέες ; Il. 4.320 οὔ πως ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν, alles zusammen ; 13.729 οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσθαι ; 24.304 χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα ; Od. 19.471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, zugleich ; Il. 7.255 ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα χερσὶν ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον ; 19.242 αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, kaum war das Wort gesprochen, als schon ; 3.109 ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, sowohl – als auch ; 2.281 ὡς ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῦθον ἀκούσειαν ; Od. 14.403 ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα ; 9.48 ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους ; 3.111 ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων ; Il. 1.417 ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο ; 8.64 ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ; 24.773 σέ θ' ἅμα κλαίω καὶ ἔμ' ἄμμορον ; – Il. 2.249 ὅσσοι ἅμ' Ἀτρείδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἶλθον ; 6.399 ἅμα δ' ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ ; 1.158 ἀλλὰ σοὶ ἅμ' ἑσπόμεθα. vgl. ohne cas. 3.147 ἅμα δ' εἵπετ' ἄκοιτις, 4.274 ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν ; 24.461 σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν ; 16.671, 681 πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι ; Od. 4.123 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν ; doppelt Od. 11.371 οἵ τοι ἅμ' αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ' ἕποντο ; Il. 3.458 Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ ἔκδοτε ; 16.257 ἅμα Πατρόκλῳ θωρηχθέντες ; Od. 6.31, Il. 9.618 ἅμ' (ἅμα δ') ἠοῖ φαινομένηφιν ; Il. 18.136 ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι ; 210 ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι ; 16.149 τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην, schnell wie der Wind ; Od. 1.98, 5.46 τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ἠδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο. – Auch bei den Folgend.; mit καί, σοφὸς κἀγαθὸς κεκλῇ' ἅμα Soph. Phil. 119 ; ᾔσθου φωνῆς ἅμα καὶ βροντῆς Ar. Nub. 292 ; auch in Prosa, αἱρετὸς ἅμα καὶ ἀγαθός Plat. Phil. 22d ; mit τε – καί, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα Soph. Ant. 281 ; ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα Plat. Rep. I.348b ; auch λυπεῖταί τε ἅμα καὶ χαίρει Phil. 36b ; vgl. Isocr. 4.119 ; mit bloßem τέ, σὸς πατηρ ἐμός θ' ἅμα Soph. Aj. 987 ; doppelt τέ, ὁθοὔνεκ' ἔσοιθ' ἅμα πατρός τ' ἐκείνης τ' ὠρφανισμένος Trach. 937 ; – ἅμ' ἔπος, ἅμ' ἔργον, gesagt, getan, Zenob. 1.77 ; – καὶ ἅμα, und zugleich, überdies, Plat. Phaed. 116e. – Mit dem partic., ὀρύσσοντες ἅμα τάφρον ἐπλίνθευον, während sie gruben, unter dem Graben, Her. 1.179 ; φεύγοντες ἅμα ἐτίτρωσκον Xen. An. 3.3.7 ; καὶ τρίβων ἅμα – ἔφη Plat. Phaed. 60b ; καὶ ἅμα ταῦτα εἰπὼν ἀνιστάμην, als ich das gesagt hatte, stand ich sogleich auf, Prot. 335c ; mit gen. abs., τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης, προσεβοήθουν, sobald als die Nachricht gemeldet war, Thuc. 2.5 ; ἅμα ἀποθνήσκοντος τοῦ ἀνθρώπου διασκεδάννυται ἡ ψυχή Plat. Phaed. 77b. Doch finden sich auch zwei Verba, z.B. ἅμα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Her. 1.112 ; vgl. Isocr. 4.157. – Als praepos. ἅμα ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Her. 3.86 ; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι, zur Zeit, wo das Getreide reist, Thuc. 4.1 ; ἅμα στρατῷ, mit dem Heere, Her. 6.118 ; ἐσθῆτα ἅμα γνώμῃ φορῶ Ar. Thesm. 148 ; εἴσιθ' ἅμ' ἐμοί Ran. 513 ; ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι, sobald die Blüte des Körpers aufhört, Plat. Symp. 183e ; σοὶ γὰρ ἑψόμεσθ' ἅμα Soph. El. 253 ; στείχειν ἅμ' αὐτοῖς Phil. 971. – Disjunktiv ἅμα μέν – ἅμα δέ, sowohl – als auch, teils – teils, Plat. Gorg. 452d u. öfter in Prosa ; ἅμα μέν – ἔτι δὲ καί Xen. Cyr. 1.4.3.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

ἅμα
adv.,
at once (Lat. simul): Act.24:26 27:40, Rom.3:12 (one and all = יַחַד, Psa.14:3), Col.4:3, 1Ti.5:13, Phm 22; before σύν, 1Th.4:17 5:10; as prep. with dative, together with: Mat.13:29 (see MM, VGT, see word); also, with adv., ἅ. πρωΐ (cl., ἅ. ἕω, etc.), early in the morning: Mat.20:1.†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
memory