GRC
Bailly
ής, ές [ᾰ] 1 clair, manifeste, évident, HH.
Merc. 208 ; ESCHL.
Pr. 641, etc. ; SOPH.
O.C. 1501 ; EUR.
El. 18 ; PLAT.
Leg. 957 d,
etc. ; τὸ σαφές, THC.
1, 22, ce qui apparaît clairement, l’évidence
ou la clarté, la précision, EUR.
Or. 397 ; PLAT.
Phædr. 265 e,
etc. ; σαφές (ἐστι) ὅτι, ὡς,
etc. XÉN.
Conv. 4, 47 ; Lac. 18, 8 ; Cyr. 2, 1, 5 ; PLAT.
Phædr. 239 e,
etc. il est clair, évident que,
etc. ; 2 p. suite, véritable, sûr, en qui on peut avoir confiance : φίλος, XÉN.
Mem. 2, 4, 1 ; EUR.
Or. 1155, ami sûr ;
en parl. de témoins, XÉN.
Cyr. 1, 6, 16 ; SOPH.
O.R. 390, 1011 ; O.C. 792 ; d’une garantie, THC.
1, 35 ; σαφῆ λέγειν, PLAT.
Phæd. 57 b, dire des choses sûres ;
p. opp. à δόλιος, EUR.
Ion 1481 ; τὰ σαφέστατα, THC.
1, 9, les traditions les plus certaines.
• Cp. -έστερος, THC. 5, 113 ; 6, 88 ; • Sup. -έστατος, THC. 1, 9, 35 ; ARSTT. H.A. 1, 11.
Étym. σάφα.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
ές, gen. έος, contr. οῦς, clear, plain, distinct, of things heard, perceived, or known, σαφὲς δ’ οὐκ οἶδα h.Merc. 208 (Hom. only has Adv. σάφα); μῦθος A. Pr. 641; λόγος Id. Ag. 1047; χρησμός Ar. Lys. 777; κτύπος S. OC 1501; φθέγματ’ ὀρνίθων Id. El. 18; γράμματα distinctly legible, OGI 665.12 (Egypt, i AD); τὰς κλεῖς ἔχουσι σαφεῖς prominent collar-bones, Gal. 17 (2).97; generally, clear or manifest to the mind, σ. ἀρετά Pi. I. 1.22; τέκμαρ Id. N. 11.43; σημεῖα S. El. 23; πρόνοια Id. OT 978; τεκμήριον E. Hipp. 926; πίστις Th. 1.35 (Sup.); βάσανος Pl. Lg. 957d; σ. τοῦτο παντὶ ὅτι… it is manifest that…, Id. Phdr. 239e; σ. τι… λέξον A. Pers. 705; σαφῆ δ’ ἀκούεις Id. Supp. 948; σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρων Id. Th. 40; σαφὲς καταστῆσαί τι to make it quite clear, Th. 1.140, cf. 3.40; τῶν γενομένων τὸ σ. the clear truth, Id. 1.22; σοφόν τοι τὸ σ., οὐ τὸ μὴ σ. E. Or. 397. of persons (mostly Trag.), σ. ἄγγελος A. Th. 82 (lyr.); φίλος E. Or. 1155; μηνυταί Pl. Lg. 918a; esp. of seers, oracles, prophets, sure, unerring, S. OT 390, 1011, OC 623; accurate, γραμματεύς A. Fr. 358. Adv. σαφῶς, Ion., etc. -έως, h.Cer. 149, and freq. in Hdt., esp. (like σάφα) with Verbs of saying, hearing, knowing, clearly, plainly, distinctly, σαφέως φράσαι 2.31; δηλοῦν ib. 44; ἐπίστασθαι 8.88; δεῖξαι A. Pr. 914; εἰδέναι S. El. 660; σαφέως μαρτυρήσω Pi. O. 6.20; φράσσατέ μοι σ. Id. P. 4.117; ἤκουον σ. S. Ph. 595, etc. ; εὖ γὰρ οἶδ’ ἐγὼ σ. Ar. Pax 1302.
clearly, manifestly, σ. μ’ ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν A. Pr. 389; πρὸς γυναικὸς ἦν σ. Id. Ag. 1636; κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ. S. Ph. 40; σ. φρόνει be well assured of it, ib. 810; σ. ᾔρετο ἡ δύναμις Th. 1.118; σ. ἀπολωλέναι to be undoubtedly dead, X. Cyr. 3.2.15; πήγνυμαι σ. Antiph. 166.7; ὡς κεχρημένη σ. σιδήρῳ καὶ φοροῦσα τοὔνομα (sc. Σιδηρώ) S. Fr. 658; τῶν σ. ἀποχειροβιώτων X. Cyr. 8.3.37, cf. Smp. 4.32. in affirmative answers, yes obviously, ib. 60. Comp. -έστερον A. Ch. 735, 767, Pl. Prt. 352a, al. ; -εστέρως Arist. Metaph. 986b30 (as v.l.); Sup. -έστατα A. Ag. 38, S. OT 286, Ar. Pl. 46, Pl. Phd. 58d.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
ές (vgl. sapio, σοφός), klar, einleuchtend, verständlich, deutlich, auch zuverlässig, wahrhaft ; H.h. Merc. 208 ; ἀρετά, Pind. I. 1.22 ; τέκμαρ, N. 11.43 ; τέθμιον σαφέστατον, I. 5.20 ; σαφεῖ δὲ μύθῳ πᾶν πεύσεσθε, Aesch. Prom. 644 ; σαφὴς ἔτυμος ἄγγελος, Spt. 82, u. oft ; μάντις, Soph. O.R. 390 ; μῦθος, Eur. Med. 72 ; φίλος, Or. 1155 ; τῶν φίλων τεκμήριον σαφές, Hipp. 926, u. oft ; βάσανος, Plat. Legg. XII.957d ; σαφὲς τοῦτό γε παντί, ὅτι, Phaedr. 239e ; καὶ βέβαιον, 275c ; καὶ ἀψευδὲς πρᾶγμα, Legg. XI.291b ; ἐναργὲς καὶ σαφὲς παράδειγμα, Dem. 19.263 ; πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής, Soph. O.R. 978 ; σαφῆ σημεῖα φαίνεις, El. 23 ; ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω ; Ant. 401 u. sonst ; τὸ σαφές, Thuc. 1.22.
• Adv. σαφῶς, ion. σαφέως, H.h. Cer. 149 ; bes. bei den Verbis »wissen« u. »sagen« ; σαφὲς λέγειν, Pind. Ol. 13.45 ; φάναι, ib. 103 ; ἔμαθε σαφές, P. 2.25 ; θαέομαι σαφές, 8.45 ; ἴστω σαφές, I. 6.27 ; σαφῶς ἐκμάνθανε, Aesch. Prom. 819 ; εὖ γὰρ σαφῶς τάδ' ἴστε, Pers. 770 ; ὡς ἂν εἰδὼς ἐννέπω σαφέστερον, Suppl. 908, u. öfter ; παρ' οὗ τις ἂν σκοπῶν τάδ' ἐκμάθοι σαφέστατα, Soph. O.R. 286 ; u. so Eur., Ar. u. a. D. bei »sagen« u. »wissen«, wie in Prosa : οὐδὲν εἶχε σαφὲς λέγειν, Plat. Symp. 172d ; σαφῶς οὐκ ἤδη μανθάνω τὸ ἁμάρτημα, Phaedr. 242c ; σαφῶς μοι καὶ ἀκριβῶς λέγε, Rep. I.336d ; ὡς σαφέστατα ἀπαγγεῖλαι, Phaed. 58d, u. oft ; οὐδέν πω σαφὲς λίγεται, Xen. Cyr. 2.1.5 ; σαφῶς λέγε, 3.1.12 ; εἰδέναι, 1.6.19 ; ἀπολωλέναι, offenbar, unstreitig, 3.2.15 ; σαφῶς ἐπιδείκνυμι, Isocr. 4.119 ; u. Sp., σαφῶς κατανοεῖν Pol. 1.12.9.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)