GRC

περιΐστημι

download
JSON

Bailly

'περι·ΐστημι :
A
tr. (prés., impf., fut., ao.1 περιέστησα) :
   I placer, mettre, établir autour : τινί τι, PLAT. Tim. 78 e, placer une chose autour d’une autre ; τινὶ τὰ θηρία, POL. 1, 85, 7, disposer des éléphants de manière à cerner une troupe ; avec περί et l’acc. : στράτευμα περὶ τὴν πόλιν, XÉN. Cyr. 7, 5, 1, disposer une armée autour d’une ville (pour l’assiéger) ; fig. κακά τινι, DÉM. 555, 5, faire du mal à qqn de tous les côtés ; μεγίστους κινδύνους τινί, POL. 12, 15, 7, faire naître les plus grands dangers autour de qqn, faire courir à qqn les plus grands dangers ;
   II faire tourner, fig. càd. :
      1 convertir : εἰς τοὐναντίον τινὰ τῷ λόγῳ, PLAT. Ax. 370 d, amener qqn, en conversant, à une opinion contraire ; εἰς μοναρχίαν πολίτευμα, POL. 3, 8, 2, changer un gouvernement en monarchie ;
      2 tourner vers, diriger vers : λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, PLUT. M. 673 c, amener peu à peu un discours à une recherche de cause ; τινὰ εἰς πενίαν, HDN 7, 3, 12, réduire qqn au besoin ;
      3 détourner sur, reporter sur, faire retomber sur : τὴν αἰτίαν π. εἴς τινα, DH. 3, 3, faire retomber sur qqn la faute de qqn ; τὰς αὑτοῦ συμφορὰς εἴς τινα, DÉM. 1014, 7, faire retomber sur qqn la cause de ses propres malheurs, les imputer à qqn ;
B intr. (à l’ao.2 περιέστην, au pf. περιέστηκα, au pass. et au moy.) :
      1 se dresser autour, se tenir autour, IL. 4, 532 ; EUR. Bacch. 1104 ; κῦμα περιστάθη, OD. 11, 243, une vague se dressa autour ; avec περί et l’acc. PLAT. Tim. 84 e ; avec l’acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος, IL. 18, 603, une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. βωμόν, ESCHL. fr. 395, se tenir autour de l’autel ; π. τι κύκλῳ, HDT. 1, 43, entourer qqe ch. en cercle ;
      2 avec idée d’hostilité, entourer, cerner : τινα, IL. 17, 95 ; OD. 20, 50, qqn pour l’attaquer ; de même, cerner un gibier, XÉN. Cyn. 8, 6, 8, 10, 14 ; λόφον στρατεύματι, XÉN. Cyr. 3, 1, 5, cerner la colline avec une armée ; fig. en parl. d’une crainte, d’un danger, d’une nécessité, presser ou menacer : τινι, THC. 1, 76 ; DÉM. 450, 13, etc. ; τινα, THC. 3, 55, 4, 10 ; DÉM. 30, 24 ; 293, 14, etc. qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα, LYS. 193, 36, l’état fâcheux des affaires ; οἱ περιεστῶτες καιροί, POL. 3, 86, 7, les circonstances fâcheuses ;
      3 se tourner, se transformer, se modifier : ἡ περιϊσταμένη ὥρη, HPC. 227, 47, les vicissitudes du temps, le cours du temps ; περιϊσταμένης ὥρας, TH. C.P. 2, 11, 2, dans le cours du temps, p. suite, passer d’une situation dans une autre, d’un état dans un autre ; d’ord. en mauv. part ; ἔκ τινος ἀρρωστίης π. ἐς ὕδερον, HPC. 194 c, passer d’un certain état de faiblesse à un état d’hydropisie ; d’où aboutir à : τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, THC. 6, 24, l’événement tourna contrairement à ce qu’il pensait ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα περιέστηκε, ISOCR. 111 b, voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀϐουλία φαινομένη, THC. 1, 32, notre circonspection d’autrefois s’est transformée et se montre maintenant de l’irréflexion ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε, LYCURG. 148, 10, la chose en est venue à ce point que, etc. ; avec la propos. inf. PLAT. Menex. 244 d ; DÉM. 301, 8, etc. ;
      4 se détourner pour éviter ; λυττῶντας κύνας, LUC. Herm. 86, des chiens enragés ; κίνδυνον, JAMBL. V. Pyth. § 239, un danger ; cf. NT. 2Tim. 2, 16 ; ARTÉM. 4, 59 ; SEXT. p. 708, 712 ; M. ANT. 3, 4, etc. ; ttef. cet usage est blâmé par LUC. Sol. 5 ; p. suite, craindre, avec μή et le sbj. JOS. A.J. 4, 6, 12 ;

Moy. (f. περιστήσομαι) :
      1 tr. faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων, XÉN. Cyr. 7, 5, 41, un cercle d’hommes armés de bâtons ; cf. APP. Civ. 3, 4 ;
      2 intr. se tourner, aboutir à : εἰς ἕνα περιστήσεται τὸ κράτος, PLUT. Per. 6, le pouvoir passera aux mains d’un seul.

Act. ao.2 sbj. 3 pl. épq. περιστήωσι (var. περιστείωσι) p. περιστῶσι, IL. 17, 95 ; opt. 3 sg. περισταῖεν, OD. 20, 50 ; pf. 2 sg. περιέστακας [τᾰ] PLAT. Ax. 370 d ; pf.2 part. neutre περιεστός, ARSTT. Meteor. 4, 1 ; ao. pass. 3 sg. poét. περιστάθη, OD. 11, 243.

'
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

in the trans. tenses (with pf. περιέστακα Pl. Ax. 370d), place round, π. τοὺς ἑαυτοῦ Th. 8.108, etc. ; π. στήλην τινί Hdt. 3.24 ; π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl. Ti. 78c ; στράτευμα περὶ πόλιν X. Cyr. 7.5.1; metaph, π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D. 21.123; κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb. 12.15.7; π. ἀγῶνάς τισι Plu. Comp. Ag. Gracch. 5.
bring round, ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist. Pol. 1304a33 ; εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl. Ax. l.c. ; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε… Heraclid. Pont. ap. Ath. 12.537c ; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ’ ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε… Isoc. 6.47, cf. Aeschin. 3.82 ; π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb. 3.8.2 ; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn. 7.3.5 ; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur. Ep. 2 p. 51U. ; transfer, π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D. 40.20 ; π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H. 3.3. in aor.1 Med., place round oneself, ξυστοφόρων κύκλον X. Cyr. 7.5.41 ; φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App. BC 3.4. Pass. and Med., with aor.2 (aor.1, v. infr. 2), pf., and plpf. Act. : — stand round about, περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il. 4.532 ; κῦμα περιστάθη a wave rose around (Ep. aor. Pass.), Od. 11.243 ; περιστῆναι περί τι Pl. Ti. 84e ; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b ; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho 6.14 ; ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG4²(1).123.25 (Epid.). c. acc. objecti, encircle, surround, χορὸν περιΐσταθ’ ὅμιλος Il. 18.603 ; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od. 12.356 ; μή πώς με περιστήωσ’ ἕνα πολλοί (Ep. 3 pl. subj. aor.2 for -στῶσι) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od. 20.50 ; so περιστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt. 1.43, cf. 9.5, A. Fr. 379, Pl. R. 432b; π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X. Cyr. 3.1.5 ; metaph, τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th. 4.10, cf. 7.70 ; τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc. 4.162 ; χωρὶς τῆς περιστάσης ἂν ἡμᾶς αἰσχύνης D. 3.8 ; διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin. 3.137 ; φόβος π. τινά Th. 3.54, cf. D. 18.195. c. dat., περιϊσταμένους τῇ κλίνῃ Pl. Lg. 947b ; mostly metaph, come round to one, ἡμῖν… ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th. 1.76 ; τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys. 2.60 ; τοῦ πολέμου περιεστηκότος Θηβαίοις D. 16.28 ; πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id. 19.340 ; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib. 212 ; abs., of circumstances, mostly bad, τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32, cf. Epicur. Sent. 38 ; οἱ περιεστῶτες καιροί Plb. 3.86.7.
come round, revolve, κύκλῳ Arist. Ph. 217a19; of winds, ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id. Mete. 365a6 ; of Time, περιϊσταμένης τῆς ὥρας Thphr. CP 2.11.2, cf. Hp. Nat. Hom. 7.
come round to, devolve upon, περιειστήκει ὑποψία ἐς τὸν Ἀλκιβιάδην Th. 6.61 ; νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Ἀθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id. 7.18 ; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG 14.830.8 (Puteoli, ii AD). of events, come round, turn out, esp.
for the worse, ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp. Coac. 471 (but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιΐσταντο became dropsical, Id. Epid. 3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th. 4.12 ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id. 6.24, cf. Lys. 12.64, Pl. Men. 70c ; ὁ τοῦ δικαίου λόγος εἰς τοὐναντίον περιειστήκει Id. R. 343a; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιΐστασθαι come to be dependent on chances, Th. 1.78 ; εἰ τὰ μὲν πράγματ’ εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη D. 18.201, cf. 3.9 ; τὸ πρᾶγμ’ εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id. 21.111, cf. 37.10 ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε… Isoc. 8.59, cf. 5.55 ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε… Lycurg. 3 ; c. inf., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D. 18.218, cf. Pl. Mx. 244d ; c. part., περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th. 1.32. later, go round so as to avoid, shun, τὰς ἁμαρτίας Phld. Rh. 1.384 S. ; τὴν ὁμιλίαν J. AJ 1.1.4; κύνας Luc. Herm. 86 (though he censures this usage, Sol. 5), cf. Gal. UP 10.14, Porph. Abst. 4.7, etc. ; τὸν κίνδυνον Iamb. VP 33.239; τὸ μοναρχικόν ib. 31.189 ; τὴν ἀφροσύνην S.E. M. 11.93 ; κενοφωνίας 2 Ep. Ti. 2.16 ; τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant 3.4; τοὺς ἡγουμένους Artem. 4.59 ; π. μὴ… to be afraid lest…, J. AJ 4.6.12; sneak round, Phld. Rh. 1.99 S. ; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii AD); — so in Pass., περιεσταμένης τῆς λογοθεσίας BGU 1019.8 (ii AD).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

(ἵστημι),
1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78c ; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7.5.1 ; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12.15.7 ; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1.85.7 ; πόλεμον πανταχόθεν, 2.45.4 ; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7.5.41 ; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιϊστάναι, Isocr. 15.120 ; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40.20 ; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3.8.2 ; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac.phil. 3.3 ; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5.1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370d.
2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen ; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4.532 ; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17.95, damit so Viele sich nicht um mich Einen herumstellen, mich umzingeln ; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20.50 ; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος, Il. 18.603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2.410 ; u. aor. pass., κῦμα περιστάθη, Od. 11.243, eine Woge wurde herumgestellt ; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434 ; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104 ; u. so in Prosa : περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1.43 ; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5.7 ; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος, Plat. Tim. 76b ; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271a ; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206e ; περιΐστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3.1.5 ; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er geraten ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3.55 ; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4.10, u. sonst ; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6.24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1.77.7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3.16.2, vgl. 3.75.8 ; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3.86.7 ; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν αἰτωλίαν, 20.9.1 ; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2.32.
3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingeraten, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4.12 ; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιΐστασθαι, 1.78 ; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1.32, worauf folgt νῦν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein ; was Dion.Hal. 6.43 nachahmt : περιέστηκεν ἡδοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχθειαν φερομένη ; und Plut. Gracch. 14 : καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνθάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70c ; auch ὥστε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόθεν ἄλλοθεν τὴν σωτηρίαν γενέσθαι, Menex. 244d, so daß es mit ihm dahin kam, daß ; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥστε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert ; vgl. Isocr. Phil. 55, Pac. 59, Areopag. 81 ; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25.12, vgl. 3.9 ; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18.218 ; Pol. 1.62.5 ; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5 ; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. Trag. 19.
4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥσπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5 ; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή konstruiert, Jos. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach.Tat. p. 529, Lobeck Phryn. 377.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

περι-ίστημι (Rec. ΐστημι)
[in LXX: Jos.6:3 (סָבַב), 2Ki.13:31 (נָצַב ni.), 1Ki.4:16, Ep. Jer.37:1-21, Jdth.5:22, 2Ma.14:9 * ;]
__1. to place around.
__2. to stand around: Jhn.11:42; with accusative of person(s), Act.25:7. Mid. (in late writers), to turn oneself about to avoid, to shun: with accusative of thing(s), 2Ti.2:16, Tit.3:9.†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
memory