GRC

πέλαγος

download
JSON

Bailly

εος-ους (τὸ) [ᾰ]
      1 la pleine mer, IL. 14, 16 ; OD. 3, 179, 321 ; PD. O. 7, 103 ; THC. 8, 80, etc. ; πέλαγος θαλάσσης, A.RH. 2, 608 ; ἁλὸς πελάγεα, OD. 5, 335 ; HH. Ap. 73, etc. le plein de la mer, la haute mer ; p. anal. en parl. d’une plaine inondée, HDT. 2, 97 ; fig. πέλαγος κακῶν, ESCHL. Pers. 433 ; ἄτης, ESCHL. Suppl. 470, etc. un océan de maux, un abîme de malheur, etc. ; en parl. d’une entreprise, SOPH. O.C. 663 ; de difficultés, SOPH. O.C. 1746 ;
      2 particul. une mer, p. opp. à θάλασσα, la mer en gén. : π. Αἰγαῖον, ESCHL. Ag. 659 ; SOPH. Aj. 461, la mer Égée : τὸ Τυρσηνικὸν π., τὸ Σικελικὸν π. THC. 4, 24, la mer de Tyrrhénie, la mer de Sicile.

Dat. sg. ion. πελάγεϊ, HDT. 8, 60 ; gén. plur. ion. et poét. πελαγέων, HDT. 4, 85 ; SOPH. Aj. 702 ; par contract. πελαγῶν, THC. 4, 21 ; dat. pl. épq. πελάγεσσι, PD. P. 4, 447 ; πελάγεσσιν, OD. 5, 335, etc.

Étym. p.-ê. pré-grec.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

εος, τό, gen. pl. πελαγέων Hdt. 4.85, S. Aj. 702 (lyr.), πελαγῶν Th. 4.24 ; Ep. dat. πελάγεσσι (v. infr.) : — the sea, esp.
high sea, open sea, π. μέγα Il. 14.16, Od. 3.179, etc. ; ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ Hdt. 8.60. αʹ ; διὰ πελάγους out at sea, opp. παρὰ γῆν, Th. 6.13 ; freq. coupled with other words denoting sea, ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν Od. 5.335 ; π. θαλάσσης A.R. 2.608 ; π. πόντιον, πόντου π., Pi. O. 7.56, Fr. 235 ; ἅλιον π. E. Hec. 938 (lyr.). of parts of the sea (< θάλασσα), freq. with geographical epith., Αἰγαῖον π. A. Ag. 659, etc., cf. Hdt. 4.85 (π. Αἰγαίας ἁλός E. Tr. 88, Men. Pk. 379) ; Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων S. Aj. 702 (lyr.), cf. Luc. Icar. 3 ; ἐκ μεγάλων πελαγῶν τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ Th. 4.24.
flooded plain, γίνεται π. Hdt. 2.97, cf. 3.117. metaph, of any vast quantity, πλούτου π. Pi. Fr. 218 ; κακῶν π. a ΄sea of troubles΄, A. Pers. 433 ; π. ἀτηρᾶς δύης Id. Pr. 746 ; ἄτης ἄβυσσον π. Id. Supp. 470 ; κακῶν π. εἰσορῶ τοσοῦτον ὥστε μήποτ’ ἐκνεῦσαι E. Hipp. 822 (lyr.) ; ἀληθινὸν εἰς π. αὑτὸν ἐμβαλεῖς… πραγμάτων Men. 65.6 ; φεύγειν εἰς τὸ π. τῶν λόγων Pl. Prt. 338a ; φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο π. οὐδὲ πλώσιμον S. OC 663 ; of great difficulties, μέγ’ ἄρα π. ἐλαχέτην τι ib. 1746 (lyr.).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

εος, τό (wahrscheinlich onomatop., platschen), das Meer, die See ; πέλ. μέγα, Hom.; ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν, Od. 3.91. Merkwürdig ist Od. 5.335 νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς ; vgl. dazu Il. 21.59 οὐδέ μιν ἔσχεν πόντος ἁλὸς πολιῆς, ferner Od. 3.152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο, Il. 13.495 ὡς ἴδε λαῶν ἔθνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ, 20.169 ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ. Das Homerische ἁλὸς ἐν πελάγεσσι erscheint als Versende Hom. h.Apoll. 73 ; auch Hom. h. 33.15, κύματα δ' ἐστόρεσαν λευκῆς ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν ; vor Augen hat es auch Eur. Troad. 88 ταράξω πέλαγος αἰγαίας ἁλός und Hecub. 938 ἅλιον ἐπὶ πέλαγος, auch Aeschyl. Pers. 427 πελαγίαν ἅλα, 467 πελαγίας ἁλός ; auch Sophocl. Ant. 966 παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων διδύμας ἁλὸς ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ' ὁ Θρῃκῶν ἄξενος Σαλμυδησσός, Schol. παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων : ἀντὶ τοῦ παρὰ δὲ τοῖς Κυανέοις πελάγεσι τῆς διδύμης θαλάττης und Κυανέοις δὲ πελάγεσιν εἶπεν τοῖς ὑπὸ τῶν Κυανέων πετρῶν περιεχομένοις ; auch Ap.Rh. 3.349 πελάγη στυγερῆς ἁλός ; vgl. Pind. bei Plut. Symp. quaest. 7.5.2 und Sollert. anim. 36 (Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 frgmt. 220) ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει ; Ol. 7.56 ἐν πελάγει ποντίῳ ; Pyth. 4.251 ἔντ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι πόντῳ τ' ἐρυθρῷ ; Ap.Rh. 2.608 πέλαγος θαλάσσης ; Thucyd. 4.24 διὰ στενότητα δὲ καὶ ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, ἐσπίπτουσα ἡ θάλασσα ἐς αὐτὸ καὶ ῥοώδης οὖσα εἰκότως χαλεπὴ ἐνομίσθη ; Malal. p. 485.21 ἐν τῷ καιρῷ τοῦ σεισμοῦ ἔφυγε θάλασσα εἰς τὸ πέλαγος ἐπὶ μίλιον ἕν ; endlich Evang. Matth. 18.6 καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης. – Πέλαγος personifiziert und identisch mit πόντος bei Hes. Theog. 131, wo es von der Γαῖα heißt ἡ δὲ καὶ ἀτρύγετον Πέλαγος τέκεν, οἴδματι θῦον, Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου ; vgl. 190 μήδεα δ' ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι κάββαλ' ἀπ' ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, ἃς φέρετ' ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον. – Aeschyl. Ag. 659 πέλαγος αἰγαῖον, und ähnl. oft ; plur. statt des sing. Soph. Aj. 702 Ἰκαρίων πελαγέων. – Uebertr., Aeschyl. Suppl. 470 ἄτης ἄβυσσον πέλαγος, Prom. 746 πέλαγος ἀτηρᾶς δύης, Pers. 433 κακῶν πέλαγος, ein Meer von Unglück ; vgl. Soph. O.C. 1746 Eur. Suppl. 824, Hippol. 822 ; eine andere Uebertragung Soph. O.C. 663 κείνοις φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον, von einem schwierigen Unternehmen ; ferner Menand. bei Athen. XIII.559e πέλαγος πραγμάτων ; Plat. Protag. 338a τὸ πέλαγος τῶν λόγων ; Symp. 210d τὸ πολὺ πέλαγος τοῦ καλοῦ ; Themist. 13.177c πέλαγος τοῦ κάλλους. – In eigentlicher Bedeutung bei Prosaikern nicht sehr selten : Herodot. 3.41 und 8.60.1 im sing., im plur. 4.85 ἐθηεῖτο τὸν Πόντον ἐόντα ἀξιοθέητον· πελαγέων γὰρ ἁπάντων πέφυκε θωυμασιώτατος, vgl. Pind. N. 4.49 ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (ἔχει); Thucyd. 6.13 τῷ τε Ἰονίῳ κόλπῳ παρὰ γῆν ἤν τις πλέῃ, καὶ τῷ Σικελικῷ διὰ πελάγους, 8.80 νῆες ἀπάρασαι ἐς τὸ πέλαγος, im plur. 4.24, s. oben ; Xen. Mem. 4.3.8 πελάγη περᾷν ; Isocrat. Demon. 19 τοὺς ἐμπόρους τηλικαῦτα πελάγη διαπερᾷν ; Plat. Axioch. 370b διαπεραιώσασθαι πελάγη.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

πέλαγος, -ους, τό
[in LXX: 2Ma.5:21, 4Ma.7:1 * ;]
the deep sea, the deep, the sea: Act.27:5; τὸ π. τῆς θαλάσσης, Mat.18:6
SYN.: θαλάσσα (which see); and cf. ἄβυσσος (AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
See also: Πέλαγος
memory