GRC
Bailly
(f. ίξω, ao. épq. μερμήριξα, postér. ἐμερμήρισα) : 1 intr. s’inquiéter, être en peine : περί τινος, IL.
20, 17, de qqn ; δίχα, OD.
22, 333, ou διάνδιχα, IL.
8, 167, être incertain, inquiet ; ὡς, IL.
2, 3 ; ou ὅπως, OD.
20, 28, ou ᾧ τρόπω, LUC.
H. conscr. 22, s’inquiéter comment, de quelle manière,
etc. ; ἢ… ἤ, OD.
6, 141 ; 22, 333, si… ou si,
etc. ; avec un inf. IL.
8, 167, s’inquiéter de faire ;
2 tr. méditer, machiner : τί τινι, OD.
19, 2, qqe ch. contre qqn.
Étym. μέρμηρα.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
fut. -ίξω Od. 16.261; Ep. aor. μερμήριξα (V. infr.); intr., to be anxious or thoughtful, to be in doubt; folld. by ὡς, etc., μερμήριζε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ was debating how he should…, Il. 2.3; μερμήριξε…, ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον 14.159; μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Od. 9.554; more freq. διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ…, ἦε… debated anxiously whether…, or…, Il. 1.189; μερμήριξε δ’ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἢ…, ἦ… 5.671; δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ…, ἦ… Od. 22.333; δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει, ἢ…, ἦ… 16.73; c. aor. inf., διάνδιχα μ., ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι debated anxiously with himself, whether to turn back and fight (or not…), Il. 8.167, cf. Od. 10.438; with inf. in first clause and ἦ in second, μερμήριξε… κύσσαι καὶ περιφῦναι…, ἦ πρῶτ’ ἐξερέοιτο 24.235 sq. ; c. acc. rei, ἦ τιπερὶ Τρώων… μερμηρίζεις ; Il. 20.17. trans., devise, contrive, πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων Od. 1.427; ἀεικέα μ. 4.533, al. ; δόλον… ἐνὶ φρεσὶ μ. 2.93; φόνον ἡμῖν μερμηρίζει ib. 325; εἰ δύνασαί τιν’ ἀμύντορα μερμηρίξαι 16.256. — Ep. Verb, censured in Prose by Luc. Hist. Conscr. 22, Bis Acc. 2.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
sorgen, sich besinnen, hin- u. herdenken ; ἀλλ' ὅγε μερμήριξε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ, Il. 2.3 ; mit ὅπως, 14.159, Od. 9.554, 15.169 ; περί τινος, Il. 20.17 ; bes. = zweifelhaft sein, ἦτόρ οἱ ἐν στήθεσσιν διάνδιχα μερμήριξεν, 1.189 u. öfter, μερμήριξε δ' ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἢ – ἤ, 5.671 ; auch δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ – ἤ, Od. 22.333 u. öfter ; c. inf. aor., Od. 10.438, Il. 8.167 ; auch so, daß ein inf., κύσσαι, auf ἤ folgt, Od. 24.235. – Mit dem acc. = ersinnen, ausdenken, πολλὰ φρεσίν, Od. 1.427, φόνον μνηστήρεσσιν, 19.2, öfter ; ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀεικέα μερμηρίζων, 4.533 ; δόλον, 2.93, ἀμύντορα, 16.256, 261. – Sonst hat das Wort nur in homerischer Nachahmung, μερμηρίζω κατὰ φρένα, Luc. bis accus. 2.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)