GRC
Bailly
ου (τὸ) mesure,
càd. : I instrument pour mesurer, une mesure ;
joint à σταθμός, XÉN.
Mem. 3, 10, 10, etc. ; au plur. joint à σταθμοί, EUR.
Ph. 541 ; AR.
Av. 1041 ; particul. : 1 bâton pour arpenter IL.
12, 422 ; 2 mesure pour les matières sèches et les liquides,
d’où quantité mesurée, mesure (de vin, d’eau,
etc.) IL.
7, 471 ; XÉN.
An. 3, 2, 4 ; 3 p. anal. en parl. de la durée, PD.
P. 4, 286 ; ARAT.
366, 464, 730 ; en parl. du cours des astres ; au pl. SOPH.
fr. 379 ; 4 fig. càd. règle, loi, XÉN.
Cyr. 1, 3, 18 ; Lac. 2, 1 ; II quantité mesurée
ou espace mesuré, développement mesuré, PD.
I. 1, 62 ; au pl. HH.
Merc. 47 ; d’où espace, longueur, THC.
8, 95 ; poét. μέτρα θαλάσσης, HÉS.
O. 646, les espaces de la mer ; μέτρα κελεύθου, OD.
4, 389 ; 10, 539, etc. la longueur d’un chemin ; μέτρον ὅρμου, OD.
13, 101, étendue
ou limites d’un port ;
avec idée de temps : ἥϐης, IL.
11, 225, etc. ; HÉS.
O. 131 ; EUR.
Ion 354, durée de la jeunesse,
càd. âge de la jeunesse ;
t. de pros. mesure d’un vers, XÉN.
Mem. 1, 2, 21 ; ARSTT.
Rhet. 3, 4 ; p. opp. à μέλος « musique »
et à ῥυθμός « rythme, temps » PLAT.
Gorg. 502 c,
d’où au plur. vers, PLAT.
Leg. 669 d ; LUC.
H. conscr. 50 ; au sg. un vers, PLAT.
Lys. 205 a ;
t. d’arithm. facteur dans un produit, NICOM.
Arithm. 83 ; τὸ κοινὸν μ. NICOM.
Arithm. 84, commune mesure
ou commun diviseur ;
III juste mesure, THGN.
614 ; PD.
N. 11, 47 ; au pl. HÉS.
O. 692 ; joint à ἀριθμός, EUR.
Tr. 616 ; μέτρῳ πίνειν, POÈT. (DS.
12, 10) boire modérément ; κατὰ μέτρον, HÉS.
O. 718, avec mesure, comme il convient ; ὑπὲρ τὸ μέτρον, THGN.
498, outre mesure.
Étym. R. indo-europ. *m(e)h₁-, mesurer ; cf. sscr. mā́tram.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
τό, that by which anything is measured; measure, rule, μέτρ’ ἐν χερσὶν ἔχοντες Il. 12.422; ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας h.Merc. 47; πάντ’ ἄνδρα πάντων χρημάτων μ. εἶναι is a measure of all things, Pl. Tht. 183c, cf. Protag. ap. Arist. Metaph. 1053a36; μ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ’ ὁ νόμος X. Cyr. 1.3.18.
Math., measure, divisor, Eratosth. ap. Nicom. Ar. 1.13, etc.
measure of content, whether solid or liquid, δῶκεν μέθυ, χίλια μ. Il. 7.471; εἴκοσι δ’ ἔστω μ.… ἀλφίτου Od. 2.355; ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μ. χεῦε 9.209, cf. Il. 23.268, 741, Hes. Op. 350, 600, etc. ; at Samos, of the μέδιμνος, SIG 976.55 (ii BC); in Egypt, of the ἀρτάβη, μ. δοχικόν PTeb. 11.6 (ii BC); also of smaller units, as μ. ἑξαχοίνικον ib. 105.40 (ii BC); μέτροις καὶ σταθμοῖς by measure and weight, Decr. ap. And. 1.83; in the widest sense, either weight or measure, Φείδωνος τοῦ τὰ μ. ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Hdt. 6.127; μ. οἰνηρά, σιτηρά, Arist. EN 1135a2; Κιλικίῳ μ. μετρεῖν OGI 579.2 (Cilicia).
any space measured or measurable, length, size, in pl., dimensions, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od. 4.389; μέτρα θαλάσσης Hes. Op. 648, Orac. ap. Hdt. 1.47; μορφῆς μέτρα bodily dimensions, E. Alc. 1063; τὰ μ. τοῦ λίθου its distances from a given point in given directions, its position, Hdt. 2.121. αʹ, cf. Pl. Lg. 843e, Plu. Sol. 23; ἄστρων μέτρα S. Fr. 432.8; ἀπέχει… θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Th. 8.95; τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μ. ὁρμᾶται [ὁ Νεῖλος] starts from the same distances as (i.e. the position corresponding to the source of) the Ister, Hdt. 2.33; εἰδέναι τὴν ἑαυτοῦ χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ X. Cyr. 8.5.3; ἐντὸς τῶν μ. τετμημένον μέταλλον Hyp. Eux. 35; later of Time, duration, μέτρα βίοιο ἄρκια APl. 4.333 (Antiphil.); ἐτέων μέτρα, ὡράων μέτρον, AP 7.334, 9.481; μέτρα ἐνιαυτῶν, νυκτός, Arat. 464.731; χρονικὰ μ. Simp. in de An. 299.37.
limit, goal, ὅρμου μ. the goal which is the mooring-place, Od. 13.101; ἥβης μ. ἱκέσθαι the term which is puberty, Il. 11.225, Hes. Op. 132; but, ἥβης μ. ἔχειν full measure of youthful vigour, ib. 438, Thgn. 1119; σοφίης, γνωμοσύνης μ. Sol. 13.52, 16.2.
due measure or limit, proportion, μέτρα φυλάσσεσθαι Hes. Op. 694; χρὴ κατ’ αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Pi. P. 2.34; μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων Id. I. 6 (5).71; κατὰ μέτρον Hes. Op. 720; πίνειν ὑπὲρ μέτρον Thgn. 498; προστιθεὶς μ. A. Ch. 797 (lyr.); τί μ. κακότατος ἔφυ ; S. El. 236 (lyr.); μ. ἔχει have a moderating power, Pl. Lg. 836a; πλέον πίνειν τοῦ μέτρου Id. R. 621a; μ. ἔχειν Id. Lg. 957a; μέτρῳ, = μετρίως, καταβαίνειν Pi. P. 8.78; οὐδεὶς τῷ μ. τὸ πίνειν ἔστεργε Alciphr. 3.32. τίς ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα… ἐπέθηκ’ checks, i.e. bits, Pi. O. 13.20.
metre, Ar. Nu. 638, 641, etc. ; opp. μέλος (music) and ῥυθμός (time), Pl. Grg. 502c, etc. ; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες putting into verse, Id. Lg. 669d; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη X. Mem. 1.2.21. pl., verses, Pl. Ly. 205a. (I.-E. *métro-m from *méd-tro-m ΄measuring instrument΄, cf. Goth. mitan ΄measure΄.)
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
τό,
1) das Maß :
a) das Werkzeug zum Messen, der Maßstab, Il. 12.422 ; u. im weitern Sinne, Maß und Gewicht, Her. 6.127 ; vgl. Eur. μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544 ; πλοίῳ ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα, Thuc. 4.118. – Bes. b) das Maß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene, μέτρα οἴνου, ὕδατος, ἀλφίτου, Il. 7.471, Od. 2.355, 9.209 ; vgl. Il. 23.268, τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λέβητα, u. 741, ἓξδ' ἄρα μέτρα χάνδανεν, nämlich ὁ κρητήρ, woraus hervorgeht, daß der Dichter ein Maß von bestimmter Größe meint.
c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύθου, die Maße, die Länge des Weges, Od. 4.389, 10.539 ; μέτρον ὅρμου, der Raum des Hafens, 13.101, öfter ; μέτρον ἥβης, z.B. εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο, 11.317 ; μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, 18.217, 19.532, wie Hes., das volle Maß der Jugend, d.i. die Zeit der vollsten Jugendblüte erreicht haben, wie Eur. σοὶ ταὐτὸν ἥβης εἶχ' ἂν μέτρον, Ion 354 ; Sol. 5.32 σοφίης μέτρον, das volle Maß der Weisheit, die vollkommne Weisheit ; sp.D. – Auch in Prosa gew., Thuc. ἀπέχει τῆς πόλεως θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους, 8.95 ; ἵνα εἴη μέτρον τι ἐναργὲς πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει, Plat. Tim. 39d ; τὴν μέτρῳ ἴσην καὶ σταθμῷ καὶ ἀριθμῷ, Legg. VI.757b ; πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον εἶναι, Theaet. 152a, öfter ; ὥσπερ ὑπὲρ σταθμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maßen, Dem. ep. 3 p. 640.25.
2) das rechte Maß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaß, Gleichmaß, u. übertr. Mäßigung ; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον, Jegliches hat sein Maß, Pind. Ol. 13.46 ; παντὸς ὁρᾶν μέτρον, in Allem auf das rechte Maß sehen, P. 2.34 ; κερδέων μέτρον θηρευέμεν χρή, N. 11.47 ; vgl. auch I. 5.67 ; προστιθεὶς μέτρον, Aesch. Ch. 786 ; καί τι μέτρον κακότητος ἔφυ, Soph. El. 229 ; μέτρον ἂν ἔχοι τὰ δικαστήρια, Plat. Legg. XII.957a ; Sp., μέτρον ἐπακτέον πῷ πράγματι, Luc. hist.conscr. 9 ; τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως ὑπερβαίνειν, salt. 82 ; – μέτρῳ, κατὰ μέτρον, mäßig, mit Maß.
3) das Vers- oder Silbenmaß ; φράσω δὲ ἄνευ μέτρου, Plat. Rep. III.393d ; ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης, Phaedr. 258d, öfter ; vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X.607d, wie μέλεσί τε καὶ μέτροις, Symp. 187d ; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες, in Verse bringen, Legg. II.669d ; οὔτι τῶν μέτρων δέομαι ἀκοῦσαι ἀλλὰ τῆς διανοίας, nicht die Verse, Lys. 205a ; Folgde. Bei den Metrikern ist μέτρον teils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, teils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. ἑξάμετρος, δίμετρος στίχος.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
TBESG
μέτρον, -ου, τό
[in LXX chiefly for מִדָּה, also for אֵיפָה, etc. ;]
__1. that which is used for measuring, a measure;
__(a) a vessel: fig., Mat.23:32, Luk.6:38; ἐκ μ., by measure, Jhn.3:34;
__(b) a rod or rule: Rev.21:15, 17; figuratively, Mat.7:2, Mrk.4:24.
__2. That which is measured, measure: with genitive of thing(s), Rom.12:3, 2Co.10:13, Eph.4:7, 13 4:16.†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars