Bailly
pf. de *μένω, désirer, et pf.2 de μένω, rester.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
redupl. pf. (with pres. sense) of root μεν-, weak form μα- (fr. mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il. 5.135, 136), μαίνομαι ; 1 sg. μέμονα Il. 5.482; 2 sg. μέμονας 9.247, al. ; 3 sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al. ; 2 dual μέματον 8.413; 1 pl. μέμαμεν 9.641; 2 pl. μέματε 7.160; 3 pl. μεμάασι 10.208, 236, al. ; 3 sg. imper. μεμάτω [α] 20.355; inf. μεμονέναι Hdt. 6.84; μεμάμεν Hsch. ; plpf. 3 sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc. 25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); 3 pl. μέμασαν Il. 13.337; mostly in pf. part. μεμαώς 5.301, al. (μεμαώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμαῶτος, μεμαῶτες, exc. where we have μεμαότες, μεμαότε [ā metri gr.], Il. 2.818, 13.197; fem. μεμαυῖα 4.440, al. (μεμαότας is dub.l. in Pi. O. 1.89) : — to be furiously or very eager, c. pres. inf., λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il. 18.156; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176; μέμονέν τε μάχεσθαι Od. 20.15; μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il. 13.135; ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590; ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361; θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od. 4.351; τοῦ… μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ’ ἀείδῃ 17.520; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il. 9.641; c. aor. inf., ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165; μεμαὼς πόλιν ἐξαλαπάξαι 4.40; διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532; γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65; ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413; Λυκίους ὀτρύνω καὶ μέμον’ αὐτὸς ἀνδρὶ μαχήσασθαι 5.482; ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi. N. 1.43; inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il. 10.236; abs., rage, ἵνα τε δόρατα μέμονε δάϊα E. IA 1495 (lyr.); γαστέρα… μεμαυῖαν ravenous, Od. 17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il. 10.339; ἕλκ’ ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239; ἆλτ’ ἐπί οἱ μεμαώς 21.174, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42; with Adv. of direction, πῇ μέματον ; whither so fast ? Il. 8.413; πῇ μεμαυῖα κατ’ Οὐλύμπου τόδ’ ἱκάνεις ; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615; ἀντικρὺ μεμαώς 13.137; ἰθὺς μεμαῶτι 22.284; so c. dat. instrum., μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818.
to be minded, purpose, intend; c. pres. inf., οὔ ῥά τ’ ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il. 12.304; ἀλλ’ ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον ; 24.657; ἢ καταλείψουσιν… ἦε μένειν μεμάασι 22.384, cf. 10.208, 409, Od. 5.375; c. aor. inf., πῇ τ’ ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον ; Il. 13.307; εἰ… μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433; c. fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι ; 21.481; ἀλλ’ ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν ; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.); 14.88, cf. 15.105; μέμονέν τε μάλιστα μητέρ’ ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od. 15.521; σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395; c. acc. cogn., μέμονεν δ’ ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for…, Il. 21.315; τί μέμονας ; what wishest thou ? A. Th. 686 (lyr.); c. gen., μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il. 5.732; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of…, 13.197 (cf. μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718); ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181 (unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od. 22.172; abs., διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il. 16.435; δίδυμα μέμονε φρήν E. IT 655 (lyr.).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
perf. von *μένω (vgl. μένος), das sich zu μέμαα, wie γέγονα zu γέγαα verhält, mit Präsensbedeutung, ich will, habe Lust, bin Willens, gedenke ; bei Hom. c. inf. praes., Od. 15.520, aor., πῆ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον, Il. 13.307, 24.657, fut., ἀλλ' ἄγε πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν, 7.36 ; auch Her. 6.84 ; – absolut, διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονεν, zwiefach strebt mir das Herz, zwischen zwei einander widerstrebenden Wünschen geteilt, Il. 16.435 ; auch c. accus., μέμονεν δ' ὅγε ἶσα θεοῖσιν, er erstrebt den Göttern Gleiches, 21.315 ; vgl. Eur. δίδυμα μέμονε φρήν, I.T. 656, u. Aesch. τί μέμονας τέκνον ; Spt. 668.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)