GRC
Bailly
κατα·διαιτάω-ῶ (f. -ήσω, ao. avec double augment κατεδιῄτησα, pf. καταδεδιῄτηκα, pl.q.pf. καταδεδιῃτήκειν ; pf. pass. καταδεδιῄτημαι) condamner par un jugement arbitral : δίκην, DÉM. 542, 6, dans un procès ; ἐρήμην τινός, DÉM. 1013, 21 ; LUC. Herm. 30, qqn par contumace ;
Moy. faire condamner par sentence arbitrale, obtenir un jugement arbitral, LYS. 172, 38 ; DÉM. 1013, 23.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
decide as arbitrator against one, give judgement against, opp. ἀποδ, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν D. 49.19, cf. 21.84; οἷός τ’ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν ib. 85; ἔρημον κ. τινὸς [δίκην] give judgement in default against one, Id. 21.92, cf. 40.17, Luc. Pr. Im. 15; metaph, condemn, c. gen., Alciphr. 1.31; — Med., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος to be the cause of an arbitration being given against one, Lys. 25.16.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
als Schiedsrichter, διαιτητής, gegen Einen erkennen ; κατεδιῄτησάν τινος, Isae. frg. 1.11 ; Dem. 27.51 u. öfter ; δίκην καταδεδιῃτήκει, im Ggstz von ἀποδιαιτάω, 21.85, wie ἐρήμην καταδιαιτήσας Luc. imag. 15. – Med., ἔφη με καταδιαιτήσασθαι τὴν δίκην αὑτοῦ Dem. 40.18, zu seinen Gunsten ein schiedsrichterliches Urteil fällen lassen ; οὐδὲ δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός Lys. 25.16. – Das pass., καταδεδιῃτημένοι, Poll. 8.129.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)