GRC

κίνδυνος

download
JSON

Bailly

ου (ὁ) [ῡ]
   I danger, péril ; κινδύνους κινδυνεύειν, ANT. 139, 9 ; αἴρεσθαι, EUR. Her. 503 ; DÉM. 1395, 13 ; ξυναίρεσθαι, THC. 2, 71 ; ἀναλαϐέσθαι, HDT. 3, 69 ; ὑποδύεσθαι, XÉN. Cyr. 1, 5, 12 ; ἐγχειρίζεσθαι, THC. 5, 108 ; ποιεῖσθαι, ISOCR. 304 d, affronter un danger, s’exposer à un danger ; κίνδυνον ὑπομεῖναι, XÉN. Cyr. 1, 2, 1, affronter de pied ferme un danger ; de même ἐς κίνδυνον ἔρχεσθαι, XÉN. Cyr. 1, 4, 8 ; ἐμϐαίνειν, XÉN. Cyr. 2, 1, 15 ou κινδύνῳ περιπίπτειν, THC. 8, 27, s’exposer, être exposé à un danger ; ἐν κινδύνοις εἶναι, DÉM. 611, 11, être en péril ; τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι, THC. 5, 99 ; κινδύνῳ βάλλειν τινά, ESCHL. Sept. 1048 ; φέρειν ou ἐπιφέρειν τινὶ κινδύνους, ESCHN. 74, 24 ; 77, 5, mettre qqn en danger ; κίνδυνος καταλαμϐάνει τινά, DÉM. 301 fin, ou γίγνεταί τινι, XÉN. Hell. 7, 1, 7, cela devient un danger pour qqn ; κίνδυνος ἔχει τινά avec l’inf. EUR. Hec. 5, qqn est en danger de ; κίνδυνός ἐστι avec l’inf. LYS. 132, 19 ; avec une prop. inf. XÉN. Mem. 2, 7, 9 ; ou avec μή et le sbj. ou l’opt. ATT. il y a danger ; κίνδυνον ἀλύξας, BATR. 9, ayant évité le danger : κίνδυνον διαλύειν, DÉM. 287, 6, dissiper un danger ;
   II p. suite :
      1 guerre, HLD. 5, 26 ;
      2 entreprise hasardeuse, THC. 4, 10.

Étym. pré-grec.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

ὁ, heterocl. dat. κίνδυνι (as if from κίνδυν) Alc. 138, cf. Sappho 161: — danger, hazard, venture, whether abstract or concrete, πᾶσίν τοι κ. ἐπ’ ἔργμασιν Thgn. 585, cf. 637; ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi. O. 1.81; κ. γαλέης danger of or from her, Batr. 9; κ. ἀϋτᾶς Pi. N. 9.35; τὸν κ. τῆς μάχης Th. 2.71; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt. 7.50, etc. ; ῥῖψαι E. Rh. 154; κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A. Th. 1033; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt. 3.69, X. Cyr. 1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E. Heracl. 504, Antipho 5.63, And. 1.11; ξυνάρασθαι Th. l.c. ; ἐγχειρίσασθαι Id. 5.108, etc. ; ὑπομεῖναι X. Cyr. 1.2.1; μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc. 14.42; κινδύνῳ περιπίπτειν Th. 8.27; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id. 7.77, Antipho 5.7; ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th. 2.39; πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id. 8.27; ἐς κ. ἐμβαίνειν X. Cyr. 2.1.15; ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th. 5.99; κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th. 1053; τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin. 3.148; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib. 163; τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D. 18.220; οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X. HG 7.1.7; ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar. Pl. 348; κ. [ἐστι] c. inf., Pi. N. 8.21, Lys. 13.27, Pl. Cra. 436b, etc. ; πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E. Hec. 5; κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9; κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι And. 1.139; ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κ. at his own risk, Arist. Pol. 1286a14; ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond. 2.356.4 (i AD); καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand. 35.10 (ii/iii AD).
trial, venture, κ. ἀνεῖται σοφίας Ar. Nu. 955.
battle, Plb. 1.87.10, etc.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

[ῡ], ὁ, die Gefahr, bes. im Kriege u. vor Gericht ; μέγας, βαθύς, Pind. Ol. 1.81, P. 4.107 u. öfter ; τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ σέθεν κίνδυνον Aesch. Ag. 857 ; κίνδυνον περᾶν Ch. 268 ; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019, 1039 ; κίνδυνον αἴρεσθαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60.20 ; ἀναλαβέσθαι Her. 3.69 ; ὑποδύεσθαι Xen. Cyr. 1.5.12 ; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναρρίπτειν, wie κύβον ἀναρρίπτειν, s. das Verbum ; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173a ; εἰς κίνδυνόν τινα καθιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5.99 ; ὁ κίνδυνος αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7.1.7 ; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142b ; εἰς κίνδυνον ἔρχεσθαι Prot. 313a (wie Xen. Cyr. 1.4.8); προϊέναι Theaet. 181b ; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34c ; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2.1.15 ; ὑπομεῖναι 1.2.1 ; ὑποδύεσθαι 1.5.12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηθῆναι Plat. Crat. 436b ; ἐκ τούτων κίνδυνος τὴν προγεγονυῖαν χάριν μειοῦσθαι Xen. Mem. 2.7.9 ; κίνδυνος ἦν βασανισθῆναι Lys. 13.28. Aehnl. Eur. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das Wagestück, die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Prozessen, κίνδυνος μέγας καὶ δεινὸς ἠγωνίσθη Lys. 2.34, u. oft bei den Rednern.
Das Wort scheint mit κινέω oder mit ΚΙΔ zusammenzuhangen.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

κίνδυνος, -ου, ὁ
[in LXX: Psa.116:3 (מֵצַר), Sir.3:26, al. ;]
danger, peril: Rom.8:35; pl., 2Co.11:26.†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
memory