GRC

διαπλήσσω

download
JSON

Bailly

δια·πλήσσω, att. -πλήττω :
      1
fendre, mettre en pièces (des chênes), IL. 23, 120 (var. διαπλίσσοντες) ;
      2 frapper d’étonnement ; au pass. διαπλήττεσθαι πρός τι, EPICT. Ench. 33, 13, être frappé de qqe ch.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

break in pieces, split, cleave, δρῦς Il. 23.120 (v.l. διαπλίσσοντες); aor. inf. -πλῆξαι read by Aristarch. in Od. 8.507.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

(πλήσσω), zerschlagen, zerspalten ; Homer : Il. 23.120 τὰς (δρῦς) μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων, Scholl. Didym. οὕτως διαπλήσσοντες διὰ τοῦ η αἱ Ἀριστάρχου, ἀντὶ τοῦ διακόπτοντες· ἄλλοι δὲ διαπλίσσοντες διὰ τοῦ ι, Apollon. Lex.Homer. p. 58.18 διαπλήσσοντες· διασχίζοντες. ἐὰν δὲ σὺν τῷ ι γράφηται, ἔσται διαβαίνοντες ; außerdem Lesart διαρρήσσοντες ; Od. 8.507 διαπλῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέϊ χαλκῷ, Scholl. Didym. διατμῆξαι : Ἀρίσταρχος διαπλῆξαι, ὡς ἀλλαχοῦ, »τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοί (Il. 23.20)«.
Pass. διαπλήσσεσθαι πρός τι, über etwas erstaunt sein, Epict. ench. 33.13.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory