GRC

διακριδόν

download
JSON

Bailly

[ῐδ] adv. :
      1 en tranchant sur tous, surtout, IL. 12, 103 ; 15, 108 ; HDT. 4, 53 ; d’où supérieurement, admirablement, LUC. Am. 3 ;
      2 distinctement, NIC. Th. 955.

Étym. διακρίνω, et -δον.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

Adv., (< διακρίνω) eminently, δ. εἶναι ἄριστοι Il. 12.103, cf. 15.108, Hdt. 4.53; δ. ἠσκημένη κόμη Luc. Am. 3.
precisely, of measurement, Nic. Th. 955; in detail, A.R. 4.721; distinctly, Hymn.Is. 14.
separately, A.R. 1.567, al. ; ἔνθα καὶ ἔνθα δ. Nonn. D. 34.349, cf. Opp. C. 2.130, Agath. 5.7; οὐ δ. without distinction, περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App. BC 5.9.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

abgesondert, besonders, ausgezeichnet ; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex.Homer. p. 58.24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον : Il. 12.103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων μετά γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων ; 15.108 φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι ἄριστος. – Herodot. 4.53 ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – χαίτη δ. ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory