Pape
teilen ; verwandt δαΐζω, δατέομαι, δαιτρός, δαίνυμι, δαιτυμών, δαίς, δαίτη, δαιτύς ; δαίομαι ist entstanden aus *δα-ΐ-ομαι, Wurzel Δα ; also dem Ursprunge nach durchaus verschieden von δαίω »brennen«, dessen Wurzel ΔαϜ ist. Das activ. von δαίομαι »teilen« ist nicht gebräuchlich ; δαίομαι findet sich:
1) als medium, = teilen, verteilen : Od. 17.332 δίφρον, ἔνθα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι ; 15.140 πὰρ δὲ Βοηθοίδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας. – Dazu futur. δάσομαι (δάσσομαι), entstanden aus Δα'ΤΣΟμαΙ, von Δα'ΤΟμαΙ = δατέομαι, ΔαΤΟ'Σ ; aorist. ἐδασάμην (ἐδασσάμην); Od. 2.368 τάδε δ' αὐτοὶ πάντα δάσονται ; 6.10 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας ; 9.42 ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες δασσάμεθ', ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης ; 19.423 ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας ; 17.30 εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισιν λάθρῃ κτείναντες πατρώια πάντα δάσωνται ; 2.335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα ; Il. 18.511 δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, ἠὲ διαπραθέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, κτῆσιν ὅσην πτολίεθρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργοι ; Od. 20.216 μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος ; 3.66 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῖτα ; Pind. P. 4.148 οὐ πρέπει νὼ χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι ; Xen. Cyr. 4.2.43 τὸ νεῖμαι τὰ χρήματα μήδοις – ἐπιτρέψαι, καί, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται, κέρδος ἡγεῖσθαι. – Auch = zerfleischen, verzehren : Il. 23.21 Ἕκτορα δεῦρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι ; Od. 18.87 ; Eur. Troad. 450 ; ἀμβροσίη, ὲν δαίονται θεοί, essen, Matro bei Athen. 4.136b. Vgl. δατέομαι, δαίνυμαι.
2) als passivum, = geteilt werden : Od. 9.551 ἀρνειὸν δ' ἐμοὶ οἴῳ ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα ; – Od. 1.48 ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆϊ δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, das Herz wird mir zerrissen, Scholl. δαίεται : διακόπτεται. τὸ γὰρ καίεται ἐπὶ ἐρώσης, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 30 ; Ap.Rh. 3.661 ἡ δ' ἔνδοθι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα ; Opp. Hal. 4.200. – Dazu perfectum : Il. 1.125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται, ist verteilt ; Od. 15.412 ἔνθα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται ; Il. 15.189 τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται ; Od. 1.23 Αἰθίοπας τοὶ διχθὰ δεδαίαται, sie sind geteilt ; Herodot. 2.84 ἡ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται ; Eur. Herc.Fur. 1329 πανταχοῦ δέ μοι χθονὸς τεμένη δέδασται.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)