GRC

βηλός

download
JSON

Bailly

οῦ (ὁ) seuil d’une maison, d’où maison, demeure, IL. 1, 591 ; Q. SM. 13, 483.

Dor. βαλός [ᾱ] ESCHL. Ch. 571.

Étym. βαίνω.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

Dor. βαλός (also used in Trag., AB 224), ὁ; (< βαίνω): — threshold, Il. 1.591, A. Ch. 571, Porph. Antr. 14; β. ἀστερόεις Q.S. 13.483.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ὁ (βάω, βαίνω), Schwelle, Türschwelle, Apollon. Lex.Homer. p. 51.15 βηλός ὁ τῆς θύρας βαθμός ; Hom. dreimal, von Götterwohnungen, Il. 1.591 ἤδη γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε, ποδὸς τεταγών, ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, Wohnung des Zeus ; 15.23 ὃν δὲ λάβοιμι, ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ' ἂν ἵκηται γῆν ὀλιγηπελέων, Wohnung des Zeus ; 23.202 θέουσα δὲ Ἶρις ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ, Wohnung des Zephyros. Der Grammatiker Krates hielt das Wort für chaldäisch, Scholl. Il. 1.591 Κράτης δὲ περισπῶν τὴν πρώτην συλλαβὴν Χαλδαϊκὴν εἶναι τὴν λέξιν ἀποδίδωσιν. Vgl. Scholl. Il. 15.23 und Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 60. Ueberhaupt gab das Wort zu vielen Erörterungen Anlaß : Scholl. Il. 1.591 Παρμενίων δὲ ὁ γλωσσογράφος φησὶν Ἀχαιοὺς καὶ Δρύοπας καλεῖν τὸν οὐρανὸν βηλόν, und Ἀγαθοκλῆς δὲ τὴν πάντων περιοχήν, καὶ βεβηκότας φέρειν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας. – Aeschyl. Choeph. 571 βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos, vgl. Bekker Anecd. 1 p. 224.16 Βατήρ : – σημαίνει δὲ καὶ τὸν τῆς θύρας οὐδόν, ὃν Ὅμηρος βηλόν, οἱ δὲ τραγικοὶ βαλόν. – Qu.Sm. 13.483 βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory