GRC

ὁλοσχερής

download
JSON

Bailly

ὁλο·σχερής, ής, ές :
      1
entier, complet, accompli, HPC. 381, 54 ; THCR. Idyl. 25, 210 ;
      2 qui concerne le tout ou l’ensemble, d’où important, principal, POL. 1, 57, 7, etc. ; STR. 78.

 Cp. -έστερος, EPIC. (DL. 10, 35) ; POL. 1, 40, 11. • Sup. -έστατος, POL. 3, 37, 8.

Étym. ὅλ. σχερός.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

ές, whole, entire, complete, Hp. Alim. 26, Theoc. 25.210 ; παρατίθημ’ ὁλοσχερῆ ἄρνα Diph. 90 ; ἀνήρ [S.] Fr. 1127.4 ; νόμισμα IG 12(7).67 B (Amorgos) ; dub. in ib. 12(5).593 (Ceos), cf. δολοσχερής.
in large pieces, ὁ ἐλλέβορος ὁλοσχερέστερος ληφθείς, opp. εἰς πάνυ σμικρὰ τριφθείς, Aristo Stoic. 1.89, cf. Chrysipp. ib. 2.158.
absolute, ἐξουσία BGU 86.24 (ii AD) ; universal, widespread, ὁ. κρίσις Plb. 1.57.6 ; φόβοι καὶ θόρυβοι Id. 1.73.7 ; παλίρροια Id. 1.82.3 ; προτέρημα Id. 1.18.6 ; ὁλοσχερεστέρα συμπλοκή Id. 1.40.11 ; τὸ ὁλοσχερέστερον μέρος Id. 3.37.8 ; ὁλοσχερεστέρα σπάνις IG4²(1).66.28 (Epid., i AD).
in rough or general outline, τὸ ὁ., as Adv., roughly, Thphr. HP 3.18.5 ; irreg. Sup. αἱ ὁλοσχερώταται δόξαι Epicur. Ep. 1 p. 3U., cf. Phld. Oec. p. 75 J. (Comp.) ; opp. ἀκριβής, Str. 2.1.41, cf. 30 ; γενικαὶ καὶ ὡσανεὶ ὁλοσχερεῖς διαφοραί Heliod. ap. Orib. 49.1.1 ; ὁλοσχερεῖ λόγῳ Plot. 1.6.9 ; of an emetic (< ἀποφορτισμός), incomplete, opp. ἀκριβής, Archig. ap. Orib. 8.23.2. ὁλοσχερέστερα διαιτήματα fuller diet, Gal. 19.194. Adv. -ρῶς, συνθλάσαι pound coarsely, Dsc. 5.72 ; Comp. -έστερον, συγκοπέντα Id. 2.76.10, cf. Gal. 13.1044.
entirely, altogether, utterly, Diph. 27, IG 9(2).338.4 (Thessaly, ii BC), Plb. 1.10.1, Cic. Att. 6.5.2, etc. ; ὁ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν J. BJ Prooem. 8 ; ὁ. διακεῖσθαι πρός τι to be quite bent upon a thing, v.l. in Isoc. 5.135 ; ὁ. οἰκοδομῆσαι build completely, LXX 1 Es. 6.27 (28).
roughly, in a general way, Str. 2.1.30, Longin. 43.4 ; opp. ἀκριβῶς, Plot. 3.8.9 ; Comp. -έστερον Gal. 2.901.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ές (σχερός), ganz vollständig, VLL erkl. τέλειος, ὁλόκληρος ; ἀνήρ, Soph. frg. 708 ; Theocr. 25.110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend, hauptsächlich, wichtig, ἔγκλιμα 1.19.11, κρίσις 1.57.5, ἀγών 11.16.6, φόβοι 1.73.7, περιστάσεις 17.15.2, u. sonst ; τὸ ὁλοσχερέστατον μέρος, der wichtigste, größte Teil, 5.37.8;
• adv., ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν τοὺς βαρβάρους, 1.11.7 ; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5.68.2 ; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσθαι πρός τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5.135 ; ὁλοσχερῶς κόπτειν, θλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S.Emp. pyrrh. 1.31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει χρόνος dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv.astrol. 64 ; das adv. wird aus Diphil. zitiert B.A. 110.18.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory