LSJ
υος, ἡ, dust or ashes, τὰν ἴκνυν ἀπὸ τῶ βωμῶ… ἀφελὲν ἐς καθαρόν Berl.Sitzb. 1927.159 (Cyrene); cf. ἴκνυον ; κονίαν, σμῆμα, Hsch. ; τὴν ἴγνυν οἴνῳ διατρίψας, δοῦναι πιεῖν Hp. Nat. Mul. 88 (v.l. ἴγδην).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)