LSJ
ές, (< στρέφω) well-twisted, of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il. 15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od. 21.408; πεῖσμα ἐϋ. 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. εὔστροφος.
shapely, ὦμοι Simm. 1.10 (s.v.l.).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)