LSJ
άδος, ἡ, = ἔθειρα, an old reading in Od. 16.176, for γενειάδες, cf. Sch. Theoc. 1.34.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
άδος, ἡ, bei Homer einmal, als var. lect. Od. 16.176, vom Barte des Odysseus, κυάνεαι δ' ἐγένοντο ἐθειράδες ἀμφὶ γένειον, bessere Lesart γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1.34 ἐθειράζοντες : κομῶντες τὰς τρίχας, οὐ γενειῶντες, ὥς τινες· ἔθειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς θρίξ· ὅθεν Ἀριστοτέλης ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, οὐκ ἐθειράδες. Für Ἀριστοτέλης schreibt Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 41, 115 Ἀρίσταρχος, gewiß mit Recht.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)