LSJ
Pass., to be engrained, ἐν ἅπασι τοῖς μέρεσιν ἐγκέχρωσται ἡ λευκότης Arist. Xen. 978a11; metaph, to be amalgamated with, πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Id. EN 1105a3; νόμον ἐν τοῖς ἤθεσι καὶ τοῖς ἐπιταδεύμασι τῶν πολιτᾶν ἐγχρῴζεσθαι δεῖ Archyt. ap. Stob. 4.1.138; — Act. only ἐγχρώσας· χρίσας, Hsch.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
= ἐγχρώννυμι, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρῴζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43.134.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)