GRC

ἄμυδις

download
JSON

Bailly

[ᾰῠῐ] adv. éol. :
      1 au même endroit, ensemble, IL. 10, 300 ; 12, 385, etc. ;
      2 en même temps, OD. 12, 415.

Étym. ἄμα.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

Aeol. = ἅμα, Sch. D.T. p. 281 H. ; of Time, together, at the same time, Od. 12.415, Hes. Sc. 345, etc. more freq. of Place, all together, ἄ. κικλήσκετο Il. 10.300; ἄ. στήσασα (v.l. καλέσασα) θεούς 20.114, cf. 13.336; ὀστέα… πάντ’ ἄ. 12.385; ἄ. φλόγ’ ἔβαλλον threw burning embers together, 23.217; freq. in late Ep., A.R. 1.961, Arat. 581, etc.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

Äolisch anstatt ἁμάδις, vgl. ἄλλυδις, s. Herodian. Scholl. Il. 9.6, 20.114, Od. 4.659 ; = ἅμα, ὁμοῦ, Apoll. Lex.Hom. 25.4, zugleich, zusammen, mit einander, von Ort u. Zeit ; περιττῶς bei πᾶς Il. 12.385, Od. 12.413 σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις κεφαλῆς, alle mit einander ; Il. 10.300 ἄμυδις κικλήσκετο riefzusammen ; 20.114 ἡ δ' ἄμυδις στήσασα θεούς, Zenodot ἦ δ' ἄμυδις καλέσασα θεούς, s. Scholl. Ariston. u. Didym.; 13.336 ἀνέμων, οἵ τ' ἄμυδις κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην ; Od. 4.659 μνηστῆρας δ' ἄμυδις κάθισαν ; Il. 20.374 τῶνδ' ἄμυδις μίχθη μένος, ὦρτο δ' ἀυτή ; 158 κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων ἄμυδις. δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι συνίτην, v.l. Scholl. ἄμυδις δὲ δύ' ἀνέρες ; 10.524 θυνόντων ἄμυδις : 13.343 ἐρχομένων ἄμυδις ; 9.6 ἄμυδις δέ τε κῦμα κελαινὸν κορθύεται, zu gleicher Zeit, alsbald ; Od. 12.415, 14.305 Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε, zugleich mit dem Vorhergehenden, vgl. Scholl. 12.415 ; 5.467 μή μ' ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση δαμάσῃ, vereint ; Il. 23.217 παννύχιοι δ' ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ' ἔβαλλον, vereint. – Ap.Rh. u. sp.D.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory