GRC

ἀλωά

download
JSON

Bailly

v. ἀλωή.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

ἡ, Dor. for ἀλωή.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ion. u. ep. ἀλωή, ἡ (s. ἅλως), die Tenne, wo das Getreide gedroschen u. geworfelt wird ; geebnetes und bebautes Land ; Hom. oft : Tenne, Il. 5.499 ἱερὰς κατ' ἀλωάς, plur. homerisch für den sing., 13.588 μεγάλην κατ' ἀλωήν, 20.496 ἐϋκτιμένῃ (v.l. ἐϋτρο χάλῳ Scholl.) ἐν ἀλωῇ ; Weingarten Od. 1.193, 11.193 ἀνὰ (κατὰ) γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο, gen. definit., die ἀλωή ist der γουνός, Il. 18.561 σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν, 566 ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν, Od. 7.122 πολύκαρπος ἀλωὴ ἐρρίζωται ; Baumpflanzung Il. 21.36, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ ὅτι ἀλωὴν τὴν δενδροφόρον γῆν νῦν λέγει· ἐπιφέρει γάρ » ὁ δ' ἐρινεόν (37)«, vgl. 77 ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ ; 9.540 vgl. mitöst ; Thetis zieht den Achill groß φυτὸν ἃς γουνῷ ἀλωῆς, wie einen jungen Baum, Il. 18.57, 438 ; Ackerland Il. 5.90 ἕρκεα ἀλωάων ἐριθηλέων vgl. 92 ἔργα κάλ' αἰζηῶν, 9.534 οὔ τι θαλύσια γουνῷ ἀλωῆς ῥέξεν ; vgl. Il. 21.346 νεοαρδέ' ἀλωήν, Od. 6.293 τεθαλυῖάτ' ἀλωή, 24.221 πολυκάρπου ἀλωῆς, 226 ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, 336 δένδρε' ἐϋκτιμένην κατ' ἀλωήν, 224 ἀλωῆς ἔμμεναι ἕρκος ; – Tenne Hes. O. 599 ; Theocrit. 7.34 ; ἀλωαὶ δενδρήεσσαι Theocr. 25.30 ; πολύκαρπος ἀλ. Ap.Rh. 3.158 ; πολυστάφυλος Herod.Att. 9 (APP 50); Opp. H. 1.797 ἀργινόεσσα Ποσειδάωνος ἀλωή die Meeresfläche ; der Hof um Sonne u. Mond Arat. 810, 876.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory