Bailly
ης (ἡ) souffle, vent, HÉS.
O. 643, 673.
Étym. ἄημι.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
ἡ, = ἀήτης, Hes. Op. 645, 675.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
ἡ, u. ἀήτης, ὁ (ἄημι) das Wehen, Il. 15.626 ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη, 14.254 ἀργαλέων ἀνέμων ἀήτας, Od. 4.567 Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας, 9.139 ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται ; Hes. O. 621 παντοίων ἀνέμων θύουσιν ἀῆται, 645 ἄνεμοί γε κακὰς ἀπέχωσιν ἀήτας, 675 Νότοιό τε δεινὰς ἀήτας ; als v.l. erscheint in den Scholl. Od. 4.567 πνείοντος, Il. 15.626 ἀήτης ; Aristarch las ἀήτη, Schol. Aristonic. 15.626 ὅτι ἀρσενικῶς δεινὸς ἀήτη, ἀλλ' οὐ δεινή, ὡς »κλυτὸς Ἰπποδάμεια« (2.742). ἔνιοι δὲ ἀγνοοῦντες ποιοῦσι δεινὸς ἀήτης· ἀλλ' οὐ δεῖ γράφειν οὕτως. Vgl. Apoll. Lex. H. 12.3 ; Friedlaender Ariston. 31 ; – allein für Wind Theocr. 2.38, 22.8 u. sp.D. Plat. Crat. 4105 bemerkt οἱ ποιηταὶ τὰ πνεύματα ἀήτας καλοῦσι.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)