GRC

ψιλοκέραμος

download
JSON

LSJ

ὁ, or ψιλοκέραμον, τό, perh.
glazed tiles, κεραμῶσαι τῆς στοᾶς μεταστύλια ἓξ ψιλοκεράμῳ, Inscr.Délos 366 A 33, cf. 462 A 19 (ii BC), but ψιλοκέραμον = suggrunda (i.e.
eaves), Gloss.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory