LSJ
(φώρμη, φούρμη), ἡ, Lat. forma, quality or class, ταπήτια διπρόσωπα δύο τῆς πρώτης φούρμας PMich. xiv 680.11 (iii/iv AD), προώτης φόρμης Edict.Diocl. 8.2. al.
II.
cobbler΄s last, περὶ φορμῶν καλικαρικῶν ib. 9.1.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)