GRC

τριχῇ

download
JSON

LSJ

Adv., common Prose form of τρίχα, τριχῇ δασάμενος τὴν πόλιν Hdt. 3.39 (though he also uses τρίχα); τ. διείλοντο τὰς βασιλείας Isoc. 6.21, cf. Pl. Phdr. 253c, Str. 17.3.1; τ. διαστήσασθαι τῷ λόγῳ πόλιν, διανεῖμαι τὸ στράτευμα, Pl. R. 564c, Lg. 683d; τοὺς τοξότας τ. ἐποιήσαντο X. An. 4.8.15; νενεμημένων τῶν ἀγαθῶν τ. Arist. EN 1098b13.
in three ways, triply, Pl. Cri. 51e, Arr. Tact. 23.1; τ. διαστατός of three dimensions, S.E. P. 2.30, Plot. 6.1.26, cf. 2.1.6.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

adv., auf eine dreifache Art, in drei Teile, = τρίχα ; δάσασθαι, διελέσθαι τὴν πόλιν, Her. 3.39, Isocr. 6.21 ; διαιρεῖσθαί τι, Plat. Phaedr. 253c ; τριχῇ διαστησώμεθα τῷ λόγῳ δημοκρατουμένην πόλιν, Rep. VIII.564c ; τριχῇ τὸ στράτευμα διανείμαντες, Legg. III.683d ; γίγνεται τὸ στράτευμα τριχῇ, Xen. An. 5.10.16, in drei Abteilungen ; τρ. νείμας τὴν δύναμιν, Plut. Flam. 4.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory