LSJ
fut. τεκμαροῦμαι X. Cyr. 4.3.21; aor. ἐτεκμηράμην Antipho 5.81, etc., Ep. τεκμ- Od. 10.563; (< τέκμαρ) : — assign, ordain, esp. of the gods, ἐπεὶ τάδε γ’ ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο Il. 6.349; Κρονίδης… κακὰ… τεκμαίρεται ἀμφοτέροισιν 7.70; πόλεμον, δίκην τισὶ τ.… [Ζεύς], Hes. Op. 229, 239; generally, of any person in authority, appoint, πομπὴν δ’ ἐς τόδ’ ἐγὼ τεκμαίρομαι, ὄφρ’ ἐῢ εἰδῇς, αὔριον ἔς I am arranging your departure for to-morrow, Od. 7.317; ἄλλην δ’ ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη 10.563; ἐν οἷς ἂν (sc. τόποις) νομοφύλακες… τεκμηράμενοι ἕδρας πρεπούσας, ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων Pl. Lg. 849e; with a notion of foretelling, τότε τοι τεκμαίρομ’ ὄλεθρον Od. 11.112; c. inf., settle with oneself, i.e.
design, purpose to do, h.Ap. 285, A.R. 4.559. after Hom. almost always, judge from signs and tokens, estimate, προσβάσεις πύργων E. Ph. 180; κύματα, φύλλα, A.R. 4.217; abs., form a judgement or conjecture, ὡς ἀνθρώποις τεκμαίρεσθαι (sc. δέδοται) Alcmaeon 1; τέτταρσιν ὀφθαλμοῖς X. Cyr. 4.3.21; λέγουσι περὶ αὐτοῦ τεκμαιρόμενοι by conjecture, Id. Mem. 1.4.1. the ground on which the judgment or conjecture is founded is commonly added in the dat., ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι to judge by the burnt-offering, Pi. O. 8.3; τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος Id. Fr. 169.4; τ. τοῖσι νῦν ἔτι ἐοῦσι Πελασγῶν Hdt. 1.57; τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τ.
judge of the unknown by the known, Id. 2.33, cf. 7.16. γ’ ; ἔργῳ κοὐ λόγῳ τ. A. Pr. 338; τὰ καινὰ τοῖς πάλαι S. OT 916; τοῖς παροῦσι τἀφανῆ E. Fr. 574; τοὺς… περιεσομένους τοῖς ξύμπασι σημείοισι by all the symptoms, Hp. Prog. 24, cf. Acut. 68; τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις Isoc. 4.141; κατὰ [τὴν αἴσθησιν]… τὸ ἄδηλον τῷ λογισμῷ τ. Epicur. Ep. 1 p. 6U. ; περὶ τῶν μελλόντων τοῖς ἤδη γεγενημένοις Isoc. 6.59; also τ. τὰ μελλοντ’ ἐκ τῶν γεγενημένων Din. 1.33, cf. X. Mem. 4.1.2, Pl. Smp. 204c, Gal. 6.470; ἀφ’ αὑτοῦ τὴν νόσον τ. Ar. V. 76, cf. Th. 4.123, X. Mem. 3.5.6, Pl. Phd. 108a, R. 409a, 501b; τ. ἀπὸ τούτων εἰς τὰ ἄλλα Id. Tht. 206b; εἴ τι δεῖ τ. πρὸς τὸν ἄλλον αὐτοῦ τρόπον D. 27.22; πόθεν τοῦτο τεκμαίρῃ ; Pl. Cri. 44a, cf. Phdr. 235c, R. 433b; rarely c. gen., τ. κατηγορίας οὐ προγεγενημένης from the fact that…, Th. 3.53; τ. τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ judge of the road by the fire, App. BC 5.87, cf. 45, Mith. 5, Arat. 1129, 1154; τ. τοῦ δένδρου πρὸς τὴν ναῦν estimate the tree with reference to…, Philostr. Im. 2.17, cf. VA 1.22. c. acc. et inf., τ. τοῦτο οὕτως ἕξειν ἐκ τοῦδε X. Cyr. 8.1.28, cf. Pl. R. 578c, Gal. 6.588, PRyl. 74.5 (ii AD); also folld. by a relat. Particle, τεκμαιρόμενος ὅτι… taking as an indication the fact that…, Th. 1.1, cf. X. Lac. 8.2; ὡς μέγα… τὴν Αἴτνην ὄρος εἶναί φασι, τεκμαίρου guess how great…, Pl.Com. 37; τ. εἰ… to be uncertain whether…, AP 12.177 (Strat.).
recognize, ὄπα κούρης A.R. 4.73; Ἀλέξανδρον APl. 4.121.
put forth, stretch out, ὁλκόν, οὖρον (= ὅρον), D.P. 101, 135, 178; abs., project, of teeth, Nic. Th. 231. Act. τεκμαίρω only in post-Hom. Poets, show by a sign or token, make proof of, τεκμαίρει χρῆμ’ ἕκαστον circumstance proves the man, Pi. O. 6.73; τεκμαίρει… ἰδεῖν gives signs [for men] to see, Id. N. 6.8; ἀλλά μοι… τέκμηρον, ὅ τι μ’ ἐπαμμένει παθεῖν A. Pr. 605 (lyr.); κελεύθους indicate them, Nic. Th. 680; τ. ἀοιδήν guide it…, Arat. 18.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
dep. med., poet.,
1) als Ziel oder Grenze setzen, übh. festsetzen, anordnen ; bes. von der Gottheit od. dem Geschicke, verhängen, κακά τινι, Il. 6.349, 7.70 ; πόλεμόν τινι, Hes. O. 231 ; vom Könige, πομπὴν δ' ἐς τόδ' ἐγὼ τεκμαίρομαι, ich setze die Entsendung fest, Od. 7.317 ; δίκην, Hes. O. 241 ; auferlegen, anbefehlen, ἄλλην δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη, Od. 10.563 ; in Bezug auf die Zukunft = verkündigen, voraussagen, τότε τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον, 11.112, 12.139 ; c. inf., bei sich festsetzen, beschließen, H.h. Apoll. 285, dem φρονεῖν 287 entsprechend. – Pind. hat so auch das act. τεκμαίρω, zeigen, durch ein Zeichen erkennen lassen, bezeichnen, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον Ol. 6.73, τεκμαίρει συγγενὲς ἰδεῖν N. 6.8 ; u. so sagt Aesch. Prom. 608 ἀλλά μοι τορῶς τέκμηρον, ὅτι μ' ἐπαμμένει παθεῖν, verkünde mir ; endigen ; τεκμήρατε πᾶσαν ἀοιδήν, Arat. 18.
2) aus gewissen Zeichen erkennen, vermuten, schließen, bes. für die Zukunft, einen Schluß machen, eine Vorbedeutung ziehen, ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι, Pind. Ol. 8.3, aus dem Brandopfer ein Zeichen entnehmen, schließen, vgl. frg. 151.5 ; ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, Aesch. Prom. 336 ; ἀνὴρ ἔννους τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται, er schließt aus dem Alten auf das Neue, Soph. O.R. 916 ; εἰ τοῖς πάροιθε χρὴ τεκμαίρεσθαι, Eur. Rhes. 705 ; ἀφ' αὑτοῦ τὴν νόσον τεκμαίρεται, Ar. Vesp. 76 ; ἐσθῆτι, aus der Kleidung schließen, an ihr erkennen, Her. 7.16.3, τούτοις τεκμαιρόμενος λέγω, 1.57 ; Thuc. 1.1, 4.123 ; περὶ τῶν μελλόντων τοῖς γεγενημένοις, aus dem Vergangenen die Zukunft erraten, beurteilen, Isocr. 6.59 ; Antiph. 5.81 ; πολὺ δικαιότερόν ἐστι τοῖς ἔξ ἀρχῆς ῥηθεῖσι τεκμαίρεσθαι, Dem. 34.48 ; ἔκ τινος, Plat. Rep. II.368b ; ἀπό τινος εἰς τὰ ἄλλα, Theaet. 206b ; εἴ τι δεῖ τοῖς πρόσθεν ὡμολογημένοις τεκμαίρεσθαι, Etwas folgern, Euthyd. 289b ; ὥστε γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι, Phaedr. 230b ; τεκμηράμενος ἕδρας πρεπούσας, bezeichnend, Legg. VIII.849e ; Xen. Cyr. 7.5.62 ; ὀφθαλμοῖς, 4.3.21 ; τεκμήρασθαι ἦν τῷ ψόφῳ, man konnte es aus dem Geräusche schließen, An. 4.2.4 ; τεκμήραιο δ' ἂν τοῦτο καὶ ἀπὸ τῶν ἔν ναυσίν, Xen. Mem. 3.5.6 ; τοῦτο δ' ἄν τις τεκμήραιτο ἐκ τούτου, Pol. 26.10.12 ; auch mit στοχάζεσθαι vrbdn, 9.2 l, 6. – sich nach einem Zeichen umschen, oft mit dem Nebenbegriffe des Begehrens, Valcken Eur. Phoen. 186 ; τεκμαίρομαι εἴ με πεφίληκε, ungewiß sein, Strat. 19 (XII.177); τεκμαίρεσθαί τι πρός τι, Etwas auf ein Ziel hinrichten, vgl. Dion.Per. 100, 135. – Zählen, Ap.Rh. 4.217, τίς τάδε τεκμήραιτο.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)