GRC

στριφνός

download
JSON

Bailly

ή, όν, c. στρυφνός, HPC. V. med. 14 ; PLUT. M. 642 e.

 Sup. στριφνότατος, HPC. 249, 42.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

ή, όν, firm, hard, solid, Hp. VM 15 cod. M (στρυφν- cett.); γυναῖκες στριφνότεραι Id. Mul. 2.111 (codd. boni, v.l. στρυφν-), Nat. Mul. 1 (v.l. στριφρ, στρυφν-)· ὁ ἐγκέφαλος συνέστηκε καί ἐστι στριφνός (v.l. στιφρός, στρυφνός) Id. Morb. Sacr. 10; δέρμα σ. Plu. 2.642e codd. ; ὀστέα στριφνότατα Hp. Carn. 3 (v.l. στρυφν-)· ἀλεκτρυὼν μάλα σ. Men. Epit. 168; οὐρὴ σ. τ’ ἐκτάδιός τε, v.l. for στρυφνή in Opp. C. 1.411; στριφνός is Hellenistic for Att. στιφρός acc. to Moer. p. 342 P., cf. Gloss. Oxy. 1803.1; στριφνός = acerbus (leg. στρυφνός), Gloss. ; also = rigidus and strigosus, ibid. ; στριφνοὶ γέροντες Ar. Ach. 180 (as cited by Erot. s.v. στριφνούς (στεριφνοί codd.); στιπτοί codd. Ar.).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

wie στιφρός, στιβρός, στιβαρός, dicht, fest, βόλβη, Luc. ep. 9 (XI.410).
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory