GRC

σταθμόομαι

download
JSON

LSJ

= σταθμάομαι, form an estimate, judge or conclude by or from a thing, freq. in Hdt. in aor.1, c. dat., 7.11, 214; σ. τινὶ ὡς…, ὅτι…, conclude by a thing that…, 3.15, 38, 4.58 (codd. have σταθμησάμενοι (-ος) in 2.2, 9.37, σταθμεόμενοι 2.150, σταθμώμενος 7.237, σταθμεύμενοι 8.130); cf. σταθμάομαι.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory