GRC

σορδισμός

download
JSON

LSJ

τὸ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι ἤτοι ἑλληνίζειν, Hsch. ; cf. σαρδισμός.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory