GRC

σκῆψις

download
JSON

Bailly

εως (ἡ) prétexte, excuse, litt. appui, ESCHL. Ag. 886 ; SOPH. El. 584, etc. ; σκῆψιν ἔχειν, HDT. 3, 72, avoir un prétexte ; σκῆψιν εὑρίσκειν, DÉM. 540, 26, trouver un prétexte ; σκῆψιν διδόναι, ARSTT. Top. 5, 3, 7, donner un prétexte ; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι, HDT. 5, 30 ; ou τιθέναι, SOPH. El. 584, produire une raison comme excuse ; σκῆψιν λέγειν, DÉM. 373, 10, alléguer une excuse.

Étym. σκήπτω.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

εως, ἡ, (σκήπτω I. 2) pretext, plea, excuse, τοιάδε μέντοι σ. οὐ δόλον φέρει A. Ag. 886; μὴ σ. οὐκ οὖσαν τίθης S. El. 584; c. gen., κατὰ φόνου τινὰ σ. pleading some murder as an excuse, Hdt. 1.147; σ. τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν a plea, excuse for not doing, D. 1.6; σ. ἡ νόσος… ἔδοξεν pretence, Luc. Merc. Cond. 31; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι to use as an excuse, Hdt. 5.30; πρὸς Ἕλληνάς σφι σ. ἐπεποίητο Id. 7.168; ἔχω σ. εὐπρεπεστάτην Id. 3.72; ἐς ἄνδρα σ. εἶχ’ ὀλωλότα (sc. τὰ τέκνα) E. El. 29; σ. προτείνειν, δεικνύναι, ib. 1067, Med. 744; φέρειν PCair. Zen. 110.5 (iii BC, Pl.); τοῖς νέοις σκῆψιν φέρει E. IT 122; σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ D. 19.100; opp. σ. ἐσδέχεσθαι, Ar. Ach. 392; σ. παραδέχεσθαι Hyp. Eux. 7; εὑρίσκειν D. 21.81; διδόναι Arist. Top. 131b11; προβαλέσθαι, πορίσασθαι, etc., Plb. 5.56.7, 5.2.9, etc. ; acc. as Adv., σκῆψιν… ἐλήλυμεν, ὡς… Cratin. 235.
plea in a lawcourt, ὅπως ἂν αἱ σ. εἰσαχθῶσι IG2². 1629.205. σκῆψις or σκέψις, ἡ, = ἀπόσκηψις, Hp. Epid. 6.3.23, cf. Gal. ad loc. (17 (2).110) and 19.138.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ἡ, Grund, worauf man sich stützt, Vorwand, Ausrede, Entschuldigung ; VLL erkl. πρόφασις ; so Tragg.: τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει, Aesch. Ag. 860 ; εἰσόρα, μὲ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιθῇς, Soph. El. 574 ; σκῆψιν προτείνουσα, Eur. El. 1067 ; εἰς ἄνδρα σκῆψιν εἶχε, El. 29 ; σκῆψιν ἐς ποίαν προβαίνων ; Or. 747, u. öfter ; ἀγὼν οὗτος σκῆψιν οὐκ ἐσδέξεται, Ar. Ach. 367 ; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι, Etwas zum Vorwande brauchen, Her. 5.30 ; φόνου σκῆψις, Anschuldigung einer Mordtat, 1.147, 5.30 ; σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ· ἀλλ' οὐ δίκαιον, Dem. 19.100 ; οὐδὲ γὰρ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἔθ' ἡμῖν τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν, 1.6 ; Pol. σκήψεις τινὰς πρὸς τὸν βασιλέα πορισάμενος, 5.2.9, u. öfter ; σκῆψιν ἀπενέγκαι, Entschuldigung, Att. Seew. XIVd 60.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
See also: Σκῆψις
memory