LSJ
ὁ, = κάρφος, φρύγανον, γραφίς, Sch. Ar. Ra. 1545; = ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τύπου (τόπου cod.), Hsch. ; also σκάριφον, τό, EM 273.33.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
[ῑ], ὁ, eigentl. ein Wort mit κάρφος ; Schol. Ar. Ran. 1493 τὸ κάρφος καὶ φρύγανον, μᾶλλον δὲ ἡ γραφίς ; also bes. ein Stift, Griffel, Umrisse od. Figuren in den Sand, in Wachstafeln einzuritzen ; dah. ein Umriß, eine Skizze, ein Entwurf, Hesych. ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τύπου.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)