Bailly
ου (ὁ) propr. choc,
d’où tumulte de combat ;
d’où : 1 dans Hom. combat, bataille ;
joint à μάχαι, IL.
1, 177 ; 5, 891, etc. ; PD.
O. 9, 61 ; PLAT.
Phæd. 66 c ;
à φύλοπις, IL.
18, 242 ; OD.
24, 475 ; à ἀϋτή, IL.
1, 492, etc. ; à δηϊοτής, IL.
5, 384 ; 16, 91, etc. ; même en parl. d’un combat singulier, IL.
7, 174 ; π. Ἀχαιῶν, IL.
3, 165 ; ἀνδρῶν, OD.
13, 91, lutte avec les Achéens ; combat avec des hommes ;
de même dans Pindare et les poètes att. au sens de combat, PD.
N. 1, 24 ; O. 12, 5 ; ESCHL.
Suppl. 1045, Pers. 105 ; 2 après Homère, particul. chez les Att. guerre
p. opp. à εἰρήνη, PLAT.
Rsp. 543 a ;
avec le gén. du peuple auquel on fait la guerre : ὁ τῶν βαρϐάρων π. THC.
1, 24, la guerre contre les barbares ;
ou le gén. de celui qui fait la guerre : ὁ θεῶν πόλεμος, XÉN.
An. 2, 3, 7, la guerre des dieux,
càd. le châtiment divin ;
avec un adj. en parl. de guerres particulières : ὁ Ἰωνικὸς π. THC.
8, 11 ; Δωριακός, ORACL. (THC.
2, 54) ; δουλικός, ATH.
272 f, la guerre ionienne, dorienne, des esclaves
ou servile,
etc. ; 3 en gén. PLAT.
Conv. 196 a ;
au plur. SOPH.
El. 218, etc. ; 4 ὁ Πόλεμος, la Guerre personnifiée, PD.
fr. 225 ; personnage de la Paix d’Aristophane, cf. AR.
Pax 203.
Étym. pré-grec ; v. πτόλεμος.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
and Ep. πτόλεμος, ὁ, war, Il. 1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib. 226, etc. ; even of single combat, 7.174; πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177, 5.891; φυλόπιδος… καὶ πολέμοιο 18.242; ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492, cf. 14.37, 96; π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348, etc. ; periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίϊος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib. 737, 19.313, Od. 24.531, Il. 2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc. ; ὁ τῶν βαρβάρων π. Th. 1.24; Ἑλλήνων π. X. HG 3.2.22; ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th. 1.32; ὁμέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib. 36; ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl. Smp. 196a; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th. 2.54; ὁ Ἰωνικὸς π. Id. 8.11; ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148; π. Δεκελεικός Isoc. 8.37, 14.31; π. ξενικός Arist. Pol. 1272b20; δουλικοὶ π. Ath. 6.272f; ἱερὸς π. Ar. Av. 556, etc. ; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A. Supp. 342, cf. Ar. Ach. 913, etc. ; c. dat., ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A. Supp. 439; π. ἄρασθαι πρός τινας X. Cyr. 1.6.45; π. θέσθαι τινί E. Or. 13; π. ἀναιρέεσθαι Hdt. 5.36, cf. D. 1.7, etc. ; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th. 6.34, Hdn. 3.5.3; π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D. 11.20, cf. Plu. 2.829e; ἐς π. καθίστασθαί τισι E. HF 1168; π. ἐπαγαγεῖν Aeschin. 3.140; ἀγαγεῖν ἐπί τινας D. 5.19; π. ποιεῖν make war, Id. 8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X. An. 5.55.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And. 3.17, Th. 6.36; ὁ π. ἀναπέπαυται X. Cyr. 7.5.47; prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl. Lg. 702d, Phdr. 242b; in pl., Democr. 250, etc. ; διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd. 66c, cf. R. 460a, al. personified, War, Battle, Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi. Fr. 78, cf. Ar. Pax 205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit. 53; ὁ π. τῆς γενέσεως Dam. Pr. 423. metaph of womankind, πολυτελὴς π. Secund. Sent. 8.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf ; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht ; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor ; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1.177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter ; auch καὶ φύλοπις, 18.242 ; στείχειν εἰς πόλεμον φθισήνορα, 2.833 ; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13.535 ; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3.165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24.8, Od. 13.91 ; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5.348, u. öfter ; τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα, 8.388, u. oft ὁμοίϊος ; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17.736 ; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253 ; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13.271 ; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses ; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2.44 ; πολέμοιο νέφος, N. 10.9 (wie Il. 17.243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3.35 ; χαλκοχάρμας, 5.26, u. öfter ; Tragg.: πόλεμον αἴρεσθαι νέον, Aesch. Suppl. 337, 928 ; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20 ; Soph. Ant. 150 ; Streit, σᾷ δυσθύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212 ; πόλεμον συγγόνῳ θέσθαι, Eur. Or. 13 ; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter ; Ar. u. in Prosa : πρός τινα, Her. 6.2 ; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3.2.22 ; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Symp. 196a ; καὶ στάσις, Rep. V.470b ; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66c ; πόλεμος θεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2.3.7 u. Folgde ; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσθαι, ἄρασθαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
TBESG
πόλεμος, -ον, ό
[in LXX chiefly for מִלְחָמָה ;]
__1. war: Mat.24:6, Mrk.13:7, Luk.14:31 21:9, Heb.11:34; π. ποιεῖν, before μετά, with genitive (cf. πολεμέω), Rev.11:7 12:17 13:7 19:19.
__2. = μάχη, a fight, battle: 1Co.14:8, Rev.9:7, 9 12:7 16:14 20:8; hyperb., of private quarrels (cf. πολεμέω), Jas.4:1.†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars