GRC

πραγματώδης

download
JSON

Bailly

ης, ες [μᾰ] laborieux, pénible, fatigant, ISOCR. 208 c.

 Cp. πραγματωδέστερος, DÉM. 427, 20.

Étym. πρ. -ωδης.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

ες, = πραγματοειδής, laborious, αἱ ἁλύσεις πρὸς τὰ τοιαῦτα ῶδες Aen.Tact. 39.7; Sup., Id. 31.16; tedious, συγγράμματα Isoc. 10.2 (Comp.); οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον D. 19.270; πραγματῶδες τὸ τοῦτο παρατηρεῖν Phld. Rh. 2.44 S.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ες, = πραγματοειδής ; Isocr. 10.2 ; Dem. 19.270 vrbdt οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory