Pape
auch πολισσοῦχος, = πολιοῦχος ; Aesch. ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολισοῦχοι δαίμονες, Spt. 804, wie πολισσοῦχοι θεοί 69, 167, u. öfter in dieser Vrbdg ; auch πολισσοῦχος λεώς, Eum. 745 ; βροτοί, 843 ; παῖδες Κραναοῦ, 1011.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)