Bailly
ος, ον, tendu tout autour ;
subst. ὁ περιτόναιος, CELS.
4, 1 ; τὸ περιτόναιον, HPC.
1215 g,
etc. le péritoine,
membrane qui recouvre intérieurement tout le bas-ventre.
Étym. περίτονος.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
ον, stretched or strained over, esp. of the membrane which contains the lower viscera, τοῦ π. χιτῶνος ἢ ὑμένος ἢ σκεπάσματος Gal. UP 4.9 ; — freq. as Subst. περιτόναιον, τό, Hp. Epid. 7.20, Gal. l.c., 18(1).164, etc. ; περιτόναιος, ὁ, Cels. 4.1.13.
περιτόναιον, τό, = ἐντερονεία, Poll. 1.92, cf. περίτονος II ; but περιτόναια, τά, projecting beams at the stern of a ship, ib. 89.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
= περιτόνιος, Sp. Nach Poll. 1.89 sind περιτόναια τὰ περὶ τὴν πρύμναν προύχοντα ξύλα, vgl. 92.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)