GRC

παρασχιστικός

download
JSON

LSJ

ή, όν, pertaining to a παρασχιστής 1, θεραπεία PTaur. 9.12, cf. 8.14, 20 (ii BC, dub.l.).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory