LSJ
Med. with intr. aor. Act. παρέδυν (v. infr.); pf. παραδέδυκα Aeschin. 3.37 : — creep, slink, or steal past, ταῦτα δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι…, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι Il. 23.416; ἐκδρᾶσα παρέδυν Ar. Ec. 55.
creep or steal in, ἐς τὰν ἀκοάν Archyt. 1; ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο D. 18.79; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη Pl. R. 424d, cf. Arist. Pol. 1307b32; ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα Pl. R. 421e, cf. Aeschin. l.c. ; π. ἐπί τι D. 22.48.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
mit aor.2 act. παρέδῡν (s. δύω), daneben hineingehen ; στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, Il. 23.416 ; παρέδυν, Ar. Eccl. 55 ; εἰς τὴν πόλιν παραδύντα, Plat. Rep. IV.421e ; ἡ παρανομία ῥᾳδίως λανθάνει παραδυομένη, IV.424d ; παρέδυ ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν, Dem. 24.160 ; εἶθ' ὅταν παραδύῃ τὸ οἰνάριον, Ath. XIII.607c.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)