GRC

οἰρών

download
JSON

LSJ

ῶνος, ὁ, = ἡ χάραξις τῶν ἀρότρων, Eratosth. 38 (οἰορών and ἀτρότων cod.), cf. Hdn. Gr. 1.35 ; οἱρών· ἡ ἐκ τῆς καταμετρήσεως τῆς γῆς εὐθυωρία, Hsch. ; cf. ἰρών.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory