Bailly
v. μητίω.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
(< μῆτις) Pi. P. 2.92 (s.v.l.); fut. -ίσομαι ; aor. ἐμητισάμην ; — = μητιάω II, devise, contrive, μητίσομαι ἔχθεα λυγρά Il. 3.416; τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι 10.48; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο Od. 12.373; οἱ θάνατον μητίσομαι Il. 15.349; σχέτλι’ ἔργα βορᾶς μητίσασθαι Emp. 139; πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Parm. 13; φράζεο… ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ’ ἀρωγήν A.R. 3.1026; c. dupl. acc., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Od. 18.27. [ι in fut. and aor., and late Act. μήτιον Orph. A. 1333; ι in μητίομαι Pi. l.c.]
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
= μητιάω, erdenken, ersinnen ; φροντίδι μητίονται τυχεῖν, Pind. P. 2.92 ; Hom. nur fut. u. aor., μητίσομαι, μητίσασθαι (vor Wolf falsch μητίσσομαι, μητίσσασθαι); αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι, ich will ihm den Tod ersinnen, bereiten, Il. 15.349 ; ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην, gegen den ich Uebles ersinnen möchte, 18.27 ; ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο, 12.373 ; ὥς κέν τοι ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν, Ap.Rh. 3.1026.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)