GRC

μεσημβρία

download
JSON

Bailly

μεσ·ημϐρία, ας (ἡ) :
      1
le milieu du jour, midi : ἐν μεσημϐρίᾳ, THC. 6, 100 ; XÉN. Hell. 5, 4, 40 ; ἅμα μεσημϐρίᾳ, XÉN. Hell. 5, 3, 1 ; τῆς μεσημϐρίας, AR. Vesp. 500, à midi ; μεσαμϐρίης, HDT. 3, 104 ou τῇ μεσαμϐρίῃ, HDT. 3, 104, m. sign. ;
      2 le midi, le sud, HDT. 1, 6 et 142, etc. ; XÉN. Cyr. 1, 1, 5 ; HDN 2, 11, 16.

[ῑ] A. PL. 369. Ion. μεσαμϐρίη, HDT. 4, 93 ; 6, 33 ; 7, 108.

Étym. μέσον ἆμαρ.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

(< μέσος, ἡμέρα), Ion. μεσαμβρίη Hdt. (v. infr.), Arr. Ind. 3.8, al. ; ἡ : — midday, Ζεὺς ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτα Archil. 74.3; ἐν μεσημβρίας θάλπει A. Supp. 746; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης Hdt. 3.104; μεσαμβρίης at noon, ibid. ; ἔτρωγ’… σῦκα τῆς μεσημβρίας Ar. Fr. 463, cf. Eub. 106, Pherecr. 80, Ar. V. 500; τῇ μεσαμβρίῃ Hdt. l.c. ; ἐν μεσημβρίᾳ Th. 6.100; νύκτα ἐν μ. ἐπαγόμενοι Pl. Lg. 897d; ἅμα μεσημβρίᾳ X. HG 5.3.1; ἐκ μεσημβρίας just after noon, Pl. Ax. 372; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar. Av. 1499; ἤδη ἦν μ. Pl. Smp. 220c; μ. ἵσταται ΄tis high noon, Id. Phdr. 242a.
the South, Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης Hecat. 108 J. ; [ποταμὸς] ῥέων ἀπὸ μεσαμβρίης Hdt. 1.6; κεῖται πόλις πρὸς μεσαμβρίην ib. 142; τὰ πρὸς μ. Id. 7.113, cf. IG 7.3073.95 (Lebad., ii BC). [μεσημβριη APl. 4.369.]
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ἡ (ἡμέρα, eigtl. *μεσημερία), ion. μεσαμβρίη, Mittag;
   1) Tageszeit ; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar. Av. 1499 ; τῆς μεσημβρίας, Mittags, Vesp. 500, wie μεσαμβρίης Her. 3.104 ; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης, von der im Mittag stehenden u. sich zum Abend abwärts neigenden Sonne hergenommen, Nachmittags, ibd.; vgl. Plat. Phaedr. 242a, ὡς σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται σταθερά ; Thuc. 2.28 ; Xen. u. Folgde ; auch übertr., wie bei uns, μεσ. τοῦ βίου, VLL.
   2) Himmelsgegend, Süden, Her. 1.6, 142 u. Sp.
[Ι ist lang gebraucht Ep. in athlet. stat. 45 (Plan. 369).]
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

μεσημβρία, -ας, ἡ
(μέσος, ἡμέρα), [in LXX chiefly for צֹהַר, Gen.3:16, al; also for נֶגֶב, Dan LXX 8:4, 9, al. ;]
__1. noon: Act.22:6.
__2. the South: Act.8:26.†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
See also: Μεσημβρία
memory