GRC

μέτριος

download
JSON

Bailly

α ou ος, ον, mesuré, càd. modéré, moyen :
      1 en parl. de hauteur, de taille, de grandeur, HDT. 2, 32 ; μ. πῆχυς, HDT. 1, 178, la coudée moyenne ou ordinaire ;
      2 avec idée de temps : μέτριον χρόνον, XÉN. Cyr. 4, 1, 1 ; PLAT. Rsp. 460 d, pendant un temps suffisant ;
      3 avec idée de nombre ou de quantité : μέτρια ὕδατα, PLUT. M. 9 b, quantités d’eau suffisantes ;
      4 avec idée de degré : μετρία ἐσθής, THC. 1, 6, vêtement simple ; d’où peu nombreux, XÉN. Cyr. 2, 4, 12 ; μὴ μέτριος αἰών, SOPH. Ph. 179, existence non ordinaire (où tout est excessif, le bien ou le mal) ; μ. ἀνήρ, XÉN. Ages. 11, 11 ; DÉM. 573 fin, homme de condition moyenne ; μέτρια κεκτῆσθαι, XÉN. Mem. 2, 6, 22, posséder une fortune moyenne ; τὸ μέτριον ou τὰ μέτρια, ATT. la juste mesure ; ἐνδοτέρω τοῦ μετρίου, PLUT. M. 656 f, dans les limites d’une juste mesure ; περαιτέρω τοῦ μετρίου, XÉN. Mem. 3, 13, 5, ou πέρα τοῦ μετρίου, TH. C.P. 6, 1, 4, au delà de la juste mesure ; ἐπὶ μετρίοις, THC. 4, 22, à des conditions modérées ; au sens mor. modéré, mesuré, réglé : μ. ἀνήρ, PLAT. Phæd. 82 b ; joint à σώφρων, ESCHN. 78, 4, homme sage, honnête, mesuré dans son langage comme dans sa conduite ; μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους, THC. 1, 77, modéré à l’égard de ses sujets ; μ. πρὸς ἅπαντας, DÉM. 547, 13, modéré à d’égard de tous ; μέτρια τὰ περὶ σεαυτοῦ λέγεις, LUC. Tim. 51, tu parles de toi avec modestie ; τὸ μ. SOPH. O.C. 1212, vie de durée ordinaire ; τὰ μ. EUR. Med. 125, etc. modération de vie, vie modeste.

 Cp. -ώτερος, THC. 6, 89 ; XÉN. Conv. 2, 19 ; • Sup. -ώτατος, XÉN. Lac. 1, 3 ; ARSTT. Pol. 4, 2, 2 ; MÉN. (STOB. Fl. 72, 2, 17).

Fém. -ιος, PLAT. Tim. 59 d.

Étym. μέτρον.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

α, ον, also ος, ον Pl. Ti. 59d; Aeol. μέτερρος Lyr.Adesp. 66 (but μέτριος Sappho Oxy. 1231.5); (< μέτρον) : — within measure, moderate, and so, of Size, μ. ἄνδρες men of average height, Hdt. 2.32; μ. πῆχυς the common cubit, Id. 1.178; ἰσχὰς μ. a fair-sized fig, Diocl. Fr. 140; of Time, μ. μῆκος λόγων the proper length of speech, Pl. Prt. 338b; μ. χρόνος ἀκμῆς a fair average time of maturity, Id. R. 460e. of Number, [ἱππεῖς] μ.
a reasonable number of…, X. Cyr. 2.4.14. mostly of Degree, moderate, ἔργα Hes. Op. 306; μ. νῦν ἔπος εὔχου A. Supp. 1059 (lyr.); μ. χάρις E. IA 554 (lyr.); σῖτος μετριώτατος X. Lac. 1.3; τὸ μ.
the mean, S. OC 1212 (lyr.), cf. Pl. Lg. 719e, Plt. 284e; ὁμολογεῖται τὸ μ. ἄριστον καὶ τὸ μέσον Arist. Pol. 1295b4; περαιτέρω τοῦ μ. X. Mem. 3.13.5; πέρα τοῦ μ. Thphr. CP 6.1.4; ἐνδοτέρω τοῦ μ. Plu. 2.656f; τὰ μ. E. Med. 125 (anap.); εἴη γ’ ἐμοὶ μέτρια Id. Ion 632; τὰ μ. κεκτῆσθαι X. Mem. 2.6.22; μ. καὶ δίκαια Ar. Nu. 1137; μ. φιλία a friendship not too great, E. Hipp. 253 (anap.); μετρίων λέκτρων μετρίων δὲ γάμων… κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον Id. Fr. 503 (anap.); μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι simple dress, Th. 1.6; μετρία φυλακῇ not in strict custody, Id. 4.30; βίος μ. καὶ βέβαιος Pl. R. 466b; μ. σχῆμα modest apparel, Id. Grg. 511e; μ. οὐσίαν κεκτῆσθαι Arist. Pol. 1292b26; οἱ μ.
respectable people, D. 18.10; later, poor, μ. καὶ δυστυχεῖς POxy. 120.7 (iv AD), etc. ; with inf., ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν just sufficient, Pl. Phd. 117b.
tolerable, οἷς μὴ μ. αἰών S. Ph. 179 (lyr.); ἀπὸ τῶν μ. ἐπ’ ἀμήχανον ἄλγος Id. El. 140 (lyr.); μ. ἄχθος E. Alc. 884 (anap.); κακά Id. Tr. 722; ναύταις μ. χειμὼν φέρειν ib. 688; μετρίων δεομένῳ making a moderate request, Hdt. 4.84; τυχεῖν τῶν μετρίων Lys. 9.4; τὰ μ.
tolerable terms. Decr. ap. D. 18.165; ἐπὶ μετρίοις Th. 4.22; μηδὲν μ. λέγειν nothing tolerably accurate, Pl. Tht. 181b; μετριωτάτη ἡ δημοκρατία least intolerable, Arist. Pol. 1289b4, cf. Men. 532.17 (Sup.). of Persons, moderate in desires and the like, temperate, Ar. Pl. 245; μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικά Th. 6.89; μ. πρὸς τὰς ἡδονάς Pl. Lg. 816b; σώφρων καὶ μ. πρὸς τὴν καθ’ ἡμέραν δίαιταν Aeschin. 3.170; ἐν τῷ σίτῳ X. Cyr. 5.2.17; of Love, μάκαρες οἳ μ. θεοῦ (sc. Ἀφροδίτης) μετέσχον E. IA 543 (lyr.), cf. Fr. 967 (lyr.); εἰ δ’ ἦσθα μ. τἄλλα γ’ ἡδίστη θεῶν πέφυκας Id. Hel. 1105; also, moderate, fair, Thgn. 615, Pl. R. 396c, etc. ; a favourite word in democratic states, μ. καὶ φιλάνθρωπος D. 21.185; σαυτὸν μετριώτερον παρέχειν ib. 134; μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους mild towards…, Th. 1.77.
proportionate, fitting, μισθὸς σώφροσι μ. Pl. Ti. 18b; μ. λόγοι X. Smp. 8.3.
enjoying ΄middling’ health (cf. μετριάζω 1.3), Cat.Cod.Astr. 8(1).182. Adv. μετρίως moderately, within due limits, ἀπηγήσεσθαι Hdt. 2.161; in due measure, neither exaggerating nor depreciating, εἰπεῖν Th. 2.35; λέγειν Pl. R. 518b; μ. περὶ αὑτῶν διαλεχθέντες Isoc. 12.171; μ. ἔχειν to be in due proportion, neither too much nor too little, Pl. Tht. 191d; μ. ἔχειν βίου to be moderately well off, Hdt. 1.32; μ. φιλοσοφίας ἔχειν Pl. Euthd. 305d; Comp. μετριώτερον (infr. 3), also -ωτέρως Arist. HA 587a1; Sup. -ώτατα Th. 6.88, etc.
enough, μ. κεχόρευται Ar. Nu. 1511 (anap.); μ. πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην εἰρημένα Id. Ec. 969; moderately, pretty well, ἐν οἰκουμένῃ καὶ μ. πολιτείᾳ Pl. Lg. 936b; σωφρονοῦσι καὶ μ. D. 6.19; μ. [λέγειν] Men. Pk. 262; ἀποδέξασθαι μ. Pl. Tht. 161b.
modestly, temperately, χαίρειν E. IA 921, cf. HF 709; ἀποκρίνασθαι X. An. 2.3.20; μ. βεβιωκώς Lys. 16.3 (but μ. διάγειν to be moderately off, X. Hier. 1.8); πενθεῖν μ. Antiph. 53.1; φέρειν Plb. 3.85.9; on fair terms, μ. ξυναλλαγῆναι Th. 4.19, cf. 20; Comp. -ώτερον, πρός τινας φρονεῖν X. Cyr. 4.3.7. μ. ἔχειν to be in ΄middling’ health, PLips. 108.6 (ii/iii AD). neut. μέτριον and μέτρια as Adv., μέτριον ἔχειν Pl. Lg. 846c (sed leg. μέτρον)· μέτρια βασανισθείς Id. Sph. 237b; also with Art., τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι X. Cyr. 2.4.26; τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Th. 4.19, cf. 8.84.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

bei den Att. auch 2 Endgn, mäßig, das rechte Maß habend, haltend, nicht zu groß u. nicht zu klein, nicht übermäßig ; αἰών, βίος, Hes. O. 308, ein Leben, das zwischen großem Glück u. großem Unglück die Mittelstraße hält ; μέτριον νῦν ἔπος εὔχου, Aesch. Suppl. 1045, mäßig, bescheiden flehe ; vgl. ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρείς, Soph. O.C. 1214 ; ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἷς μὴ μέτριος αἰών, Phil. 179, von übergroßem Unglück ; vgl. οὐ μέτρια πάσχομεν κακά, Eur. Troad. 717 ; ὄχλος, χειμών, Ion 635, Troad. 683 ; τῶν μετρίων τοὔνομα νικᾷ, Med. 125 ; dah. μέτριος ἀνήρ, Ar. Plut. 245, der auch μέτρια καὶ δίκαια vrbdt, Nub. 1121 ; μέτριος πῆχυς, ein mittleres Ellenmaß, das zwischen zu lang u. zu kurz die Mitte hält, Her, 1.72 ; οὔτε τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ μετρίοις ποιήσοντας ἃ προὐκαλοῦντο, unter mäßigen Bedingungen, Thuc. 4.22 ; μετρίᾳ ἐσθῆτι πρῶτοι ἐχρήσαντο, 1.6, von den Lazedämoniern gesagt, im Ggstz der üppigen u. weichlichen Kleidung der Ionier ; φυλακῇ μετρίᾳ τηρεῖν, ib. 30 ; τὰ μέτρια ἐπιθεραπεύειν, was Einem zukommt, das Pflichtmäßige, 8.84 ; οἱ τὰ μέτρια διενεχθέντες werden den μειζόνως ἐχθροί entggstzt, 1.19 ; πρὸς τοὺς ὑπηκόους μέτριοι ὄντες, mäßig, billig, gerecht, 1.77 ; vgl. Pol. 8.21.8 ; μέτριος λόγος, χρόνος u. vgl., Plat. Phil. 32a, Rep. V.460c u. Folgde, gew. als Lob, der sich immer in der rechten Mitte hält, sich nicht durch Leidenschaft über das rechte Maß hinausführen läßt, u. daher im Freistaat der gute Bürger, der sich nicht über seine Mitbürger od. über die Gesetze erhebt ; μέτριος τὸν τρόπον, Din. 2.8 ; μ. καὶ φιλάνθρωπος, Dem. 21.185 ; σώφρονα καὶ μέτριον πρὸς τὴν δίαιταν, im Ggstz von ἀσέλγεια τῆς δαπάνης, Aesch. 3.170 ; Pol. vrbdt μέτριοι καὶ πραεῖς καὶ φιλάνθρωποι, 18.20.7 ; τὰ μέτρια καὶ τὰ ἀναγκαῖα, 1.18.11 ; auch τὰ μέτρια τῶν ἀξιουμένων, billige Forderungen, 26.1.2 ; Plut. vrbdt πράξεις τὸ μέτριον καὶ τὸ χρήσιμον ἡμῖν ἐχούσας, virt. moral. 4 ; μέτριος καὶ ἰσότιμος, Hdn. 2.4.18 ; neben ἐπιεικής, Luc. Vit.auct. 26.
• Adv. μετρίως, mäßig, καὶ σωφρόνως πράττειν, Plat. Rep. III.399b ; μετριώτατα τῇ ψυχῇ προσφέρειν, im richtigsten Maße, 412a ; hinreichend, δοκεῖ μοι δεδηλῶσθαι μετρίως, Phaedr. 277b, öfter ; aber μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι ist = angemessen, passend, 236a u. öfter ; καὶ οἶμαι αὐτὰ μετρίως ἔχειν, Apol. 39b ; μετρίως προειρῆσθαι, Aesch. 1.3 ; μετρίως φέρειν τι, geduldig, Pol. 3.85.9 u. a.Sp.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
See also: Μέτριος
memory