GRC
Bailly
'
εος-ους (τὸ) :
I partie,
càd. : 1 partie, part, portion,
en gén. : τὰ τοῦ σώματος μέρη, PLAT.
Leg. 795 e, les parties du corps ;
au pl. accompagné d’un n. de nombre, marque une fraction touj. inférieure d’une part au total : τὰ δύο μέρη, THC.
1, 104 ; ESCHN.
74, 3 ; DÉM.
1379, 19, les deux tiers ; τὰ τρία μέρη, les trois quarts ; τὰ τέταρτα μέρη, les quatre cinquièmes, MATH. ; μέρος τι, THC.
4, 30 ; κατά τι μέρος, PLAT.
Leg. 757 d, en partie ; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, PLAT.
Tim. 86 d ; μέγα μέρος, PLAT.
Rsp. 331 b, en grande partie : ἐκ τοῦ πλείστου μέρους, HDN
8, 2 ; τὸ πλεῖστον μέρος, DS.
Exc. 498, 67, pour la plus grande partie ; μέρος μέν τι…, μέρος δέ τι, XÉN.
Eq. 1, 12, en partie…, en partie ; κατὰ μέρος, THC.
4, 26 ; XÉN.
An. 5, 1, 9 ; ou κατὰ μέρη, PLAT.
Theæt. 182 a, en détail, partiellement ; ἐπὶ μέρους, LUC.
Bis acc. 2 ; ἐκ μέρους, NT.
1Cor. 13, 9, ou ἀπὸ μέρους, THC.
2, 37 ; NT.
Rom. 15, 15, m. sign. ; πρὸς μέρος, proportionnellement, selon la part proportionnelle, DÉM.
954, 19 ; 1068, 4, etc. ; POL.
5, 19, 7, etc. ; 2 t. milit. partie d’une armée, XÉN.
Cyr. 3, 3, 39 ; An. 6, 4, 23 ; particul. ἐν τοῖς μέρεσι, ESCHN.
50, 35 et 37, les jeunes soldats, les conscrits ;
3 classe politique, caste,
dans l’Inde, STR.
15, 1, 39 Kram. ; 4 part de suffrages,
d’ord. le 5e, nécessaire pour qqe chose, DÉM.
38, 4 ; 1031, 15 et 17, etc. ; II part d’action, de temps, d’autorité,
etc. attribuée à qqn ou à qqe ch.,
càd. : 1 fonction, charge, rôle : κατὰ τὸ σὸν μέρος, PLAT.
Ep. 328 e,
ou ὅσον τὸ σὸν μέρος, SOPH.
O.R. 1509, ou simpl. τὸ σὸν μέρος, SOPH.
O.C. 1366, etc. pour ce qui te concerne, pour ta part, SOPH.
Ph. 498 ; τοὐμὸν μέρος, EUR.
Her. 678, pour ma part ; ἐν μέρει ποεῖσθαί τινα,
ou τι, ATT. compter qqn pour qqe ch. ; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, DÉM.
23, 14, ne compter pour rien ;
2 tour, alternance : ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγένετο τῆς ἀπίξιος, HDT.
3, 69, quand son tour fut venu d’approcher ; ἐν μέρει, ESCHL.
Eum. 198 ; HDT.
1, 26 ; THC.
8, 93 ; ἐν τῷ μέρει, THC.
4, 11 ; XÉN.
Cyr. 6, 1, 11 ; PLAT.
Conv. 185 d,
Criti. 119 c, à son tour, tour à tour ; κατὰ μέρος, HH.
Merc. 53 ; THC.
4, 26, m. sign. ; παρὰ μέρος, ARSTT.
Pol. 2, 2 ; A. LIB.
30, 1 ; ALCIPHR.
3, 66, etc. ; ἀνὰ μέρος, EUR.
Ph. 478, 446, à son tour, tour à tour ; ἐγὼ δ' ἐν τῷ μέρει, XÉN.
An. 7, 6, 36, pour moi, à mon tour ;
3 p. suite, part d’action
ou de résolution,
d’où en gén. action
ou résolution,
p. ext. chose
en gén. τοῦτο τὸ μέρος, POL.
1, 20, 8 et 10, cette chose, cela ;
cf. POL.
1, 4, 2 ; 1, 16, 5, etc.
Étym. R. indo-europ. *smer-, penser à, se rappeler, se soucier ; de μείρομαι.
'
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
εος, τό, (< μείρομαι) first in h.Cer. 399 (v. infr. IV), h.Merc. 53 (v. infr. II. 2) : — share, portion, Pi. O. 8.77, Hdt. 1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 (Cyrene), etc. ; μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B. 3.71; ἔχει δόμων μ. E. Ph. 483; κτεάνων μ. A. Ag. 1574 (anap.); συμβαλέσθαι τὸ μ. D. 41.11; τὰ μ. τινῶν κομίζεσθαι ibid. ; λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μ. Arist. Pol. 1295a3; of work put out to contract, allotment, IG2². 463.7, 26.
heritage, lot, destiny, μεθέξειν τάφου μ. A. Ag. 507; ἔχετον κοινοῦ θανάτου μ. S. Ant. 147 (anap.); τοῦτο γὰρ… σπάνιον μ. is a rare portion, E. Alc. 474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th. 2.37.
one΄s turn, ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt. 3.69; μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id. 2.173; ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων the turn or time for…, A. Ch. 827 (lyr.), cf. Pl. R. 540b; ἀγγέλου μ.
his turn of duty as messenger, A. Ag. 291. with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E. Ph. 478, Arist. Pol. 1287a17; κατὰ μέρος h.Merc. 53, Th. 4.26, etc. ; κατὰ μ. λέγειν severally, Pl. Tht. 157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib. 182b; τὰ κατὰ μέρος the particulars, Phld. Sign. 23, D. 1.22; τὸ κατὰ μ. ἄστρον ib. 3.9; ἐν μέρεϊ in turn, Hdt. 1.26, al. ; κλῦθί νυν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ., A. Ch. 332 (lyr.), Eu. 198; by turns, in succession, Id. Ag. 332, 1192, Th. 8.93; ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg. 819b; ἐν τῷ μέρει in one΄s turn, Hdt. 5.70, E. Or. 452, Ar. Ra. 32, 497, Pl. Grg. 462a; ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ.
in and out of turn, X. An. 7.6.36; παρὰ μέρος in turn, by turns, ἄρχειν Plu. Fab. 10, cf. Ant.Lib. 30.1, Nicom. Ar. 1.8.10, Iamb. in Nic. p. 33 P. ; [ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl. Inst. 206 (but also, partially, Alciphr. 3.66).
the part one takes in a thing, μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E. IT 1299; ὑμέτερον μ. [ἐστί] c. inf., Pl. La. 180a. freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee, ὅσον τὸ σὸν μ. S. OT 1509, cf. Ant. 1062, Pl. Cri. 45d; abs. as Adv., τοὐμὸν μ.
as to me, οὐ καμῇ τοὐμὸν μ. S. Tr. 1215, cf. E. Heracl. 678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S. OC 1366; τοὐκείνου μ. E. Hec. 989; rarely, κατὰ τὸ σὸν μ. Pl. Ep. 328e.
part, opp. the whole, ὡρέων τρίτατον μ. h.Cer. 399, etc. ; τρίτον κασιγνητᾶν μ., i.e. one of three sisters, Pi. P. 12.11; μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th. 1.1; τὰ δύο μ. two-thirds, ib. 104, Aeschin. 3.143, D. 59.101; τρία μέρη…, τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam. 130.17 J. ; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν… no fraction of…, i.e. infinitesimal compared with…, Isoc. 5.43, cf. 12.54; ὅσα ἄλλα μ. ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th. 2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν… τὸ τῆς θαλάσσης μ., i.e. the sea as their part of the business, Id. 8.46; hence, branch, business, matter, Men. Epit. 17, Pk. 107, Plb. 1.4.2, 1.20.8, al., PRyl. 127 (i AD); τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μ. Pl. Lg. 795e; division of an army, X. An. 6.4.23, etc. ; class or party, Th. 2.37, D. 18.292; of the factions in the circus, πρασίνων μ. POxy. 145.2 (vi AD); party in a contract or lawsuit, BGU 168.24 (ii AD), PRein. 44.34 (ii AD); caste, Str. 15.1.39; — special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μ. interpol. in Archim. Aequil. 1.13, cf. Euc. 1.27, al. ; Arith., submultiple, Id. 7 Def. 3, 4; τὰ μ. the denominators of fractions, Hero Stereom. 2.14; Gramm., μ. τῆς λέξεως part of speech, Arist. Po. 1456b20, D.H. Comp. 2; more freq. μ. λόγου D.T. 634.4, A.D. Pron. 4.6, al. ; μ. λόγου, also, = word, S.E. M. 1.159, Heph. 1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr. 28.30 (iii BC), etc. abs. as Adv., μέρος τι in part, Th. 4.30, etc. ; μέρος μέν τι…, μέρος δέ τι… X. Eq. 1.12; τὸ πλεῖστον μ. for the most part, D.S. 22.10. with Preps., κατά τι μέρος Pl. Lg. 757e; κατὰ τὸ πολὺ μ. Id. Ti. 86d; ἐκ μέρους in part, γινώσκομεν 1 Ep. Cor. 13.9 (but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μ. τῶν ὁρίων LXX Nu. 20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib. 8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μ. for the most part, Hdn. 8.2.4; ἀπὸ μέρους in part, Antip. Stoic. 3.249, BGU 1201.15 (i AD), 2 Ep. Cor. 2.5; ἐπὶ μέρους Luc. Bis Acc. 2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6; αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id. 3.32.10; πρὸς μέρος in proportion, Th. 6.22, D. 36.32. ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of…, consider as so and so, εἰ ἐν ἀρετῆς τιθεῖς μέρει τὴν ἀδικίαν Pl. R. 348e; οὐ τίθημ’ ἐν ἀδικήματος μ. D. 23.148; also ἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id. 44.50; ἐν οὐδενὸς εἶναι μ. to be as no one, Id. 2.18; μήτ’ ἐν ἀνθρώπου μ. μήτ’ ἐν θεοῦ ζῆν Alex. 240.2; ἐν προσθήκης μ.
as an appendage, D. 11.8; ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id. 3.31; ἐν χάριτος μ. Id. 21.165; τοῦτ’ ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μ. ib. 166; ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc. 9.24; ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl. R. 424d; also εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D. 23.17. in local sense, district, POxy. 2113.25 (iv AD). in Neo-Platonism, by way of species or element, ἐν μέρει καὶ ὡς στοιχεῖον Dam. Pr. 193; οὕτω ὁ μέγας Ἰάμβλιχος ἐνόησεν τὸ ἓν ὂν ἐν μέρει ἑκάτερον ib. 176; πάντα μὲν ἅμα, ἐν μέρει δὲ ἕκαστον Plot. 3.6.18.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
τό,
1) Teil, Anteil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt ; Pind. P. 12.11 u. öfter ; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4.157 ; μεθέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥσπερ τῶν ἀγαθῶν μετέχουσιν, Lys. 31.5 ; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10.54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83 ; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht teilhaftig, O.R. 294 ; ἔχετον κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147 ; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148 ; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203 ; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15 ; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I.T. 1299 ; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI.784a, öfter, wie bei den Folgdn, der Teil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῦ κρατοῦντες καὶ τῆς μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1.104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten ; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel usw.); μέρος τι, zum Teil, 4.30 ; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI.757d ; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtenteils, Tim. 86d.
2) die Teilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen ; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2.173 ; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d.h. ich für meinen Teil werde nicht ermüden ; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3.69 ; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H.h. Merc. 53 ; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O.R. 1509 u. öfter ; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049 ; Eur. Rhes. 405 ; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678 ; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256a ; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45d ; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII.328e ; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180a ; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Symp. 185d ; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦθί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένθη, Aesch. Ch. 329 ; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189 ; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιθείς, 556 ; ἀκούσας σοῦ τε τῆσδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130 ; in Prosa, κατὰ ἔθνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7.212, vgl. 1.26 ; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347d ; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462e ; auch bei Folgdn ; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Symp. 214b ; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Anteil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7.6.36 ; vgl. Arr. An. 3.26.8 ; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3.
3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abteilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155e ; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίθης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I.348e ; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV.424d ; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1.125, zum Spott ; ἐν προσθήκης μέρει, Dem. 2.14, wie ein Anhang, verachtet ; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18 ; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι, 23.17, als Wohltat anrechnen ; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσθαι τἀδίκημα, 44.50 ; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282 ; Thuc. 2.37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔντῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157b, Soph. 246c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182b.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
TBESG
μέρος, -ους, τό
(< μείρομαι), [in LXX chiefly for קָצֶה ;]
__1. a part, share, portion: Jhn.13:8, Act.19:27 (Page, in l), Rev.20:6 22:19; hence (cl.), lot, destiny, Mat.24:51, Luk.12:46, Rev.21:8.
__2. a part as opp. to the whole : Luk.11:36, Jhn.19:23, Act.5:2 23:6, Eph.4:16, Rev.16:19; with genitive (of the whole), Luk.15:12 24:42; τ. Φαρισαίων, Act.23:9; pl., Jhn.21:6; of the divisions of a province, Mat.2:22, Act.2:10 19:1 20:2; of the regions belonging to a city, Mat.15:21 16:13, Mrk.8:10; with genitive appos., Eph.4:9; in adverbial phrases, ἀνὰ (κατὰ) μέρος, 1Co.14:27, Heb.9:5; μέρος τι, ἀπὸ μ., in part, Rom.11:25 15:15, 24, 1Co.11:18, 2Co.1:14 2:5; ἐκ μ., 1Co.12:27 13:9 13:12; τὸ ἐκ μ., 1Co.13:10
__3. A class or category (in cl. usually ἐν μ. τιθέναι, λαβεῖν, etc.) :ἐν μ., in respect of, Col.2:16; ἐν τ. μ, τούτῳ, in this respect, 2Co.3:10 9:3.†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars