GRC

λείτωρ

download
JSON

LSJ

ορος, ὁ, priest, ἀρωγὸς λ. Ath.Mitt. 12.283 (Athens); λείτορες· ἱέρειαι (fort. ἱερεῖς), Hsch. ; cf. λείτειραι, λειτορεύω, ὁμολείτωρ, λῃτῆρες, λήτωρ.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory