GRC

κερτόμιος

download
JSON

Bailly

ος, ον, injurieux, outrageant, SOPH. Ant. 956, 962 ; κερτομίοις ἐπέεσσιν ἐρεθίζειν, IL. 5, 419, exciter par des paroles injurieuses ; κερτομίοις ἐπέεσσι πειρηθῆναι, OD. 24, 240, éprouver par des paroles injurieuses, ou simpl. κερτομίοισι προσαυδᾶν, IL. 1, 539, adresser des paroles de reproche.

Étym. κέρτομος.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

(κερτόμεος EM 102.46), ον, mocking, taunting, κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Od. 24.240; Δία Κρονίδην ἐρεθίζειν Il. 5.419; simply κερτομίοισι Δία προσηύδα 1.539, cf. Od. 9.474; κ. ὀργαῖς S. Ant. 956 (lyr.); ἐν κ. γλώσσαις ib. 962 (lyr.). (Perh. for (σ)κερστομος, cf. σκέραφος, κέραφος.)
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ον, neckend, spottend, = κέρτομος ; κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Od. 24.239, κερτομίοις ἐπέεσσιν Δία ἐρέθιζον Il. 5.419 ; ohne ἔπος, κερτομίοισι Δία προσηύδα 1.539, vgl. Od. 20.177 ; κερτομίοις γλώσσαις, ὀργαῖς, Soph. Ant. 946, 951.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory